Οκτώβριος 2024
Καμία αποτελεσματική έρευνα των καταγγελιών για επαναπροωθήσεις
Τα στοιχεία που κατέθεσε στις 21-10-2024 το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας στην Βουλή σε συνέχεια σχετικής κοινοβουλευτικής ερώτησης, επιβεβαιώνουν ένα μοτίβο αναποτελεσματικής διερεύνησης των καταγγελιών για επαναπροώθησεις από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.
Συγκεκριμένα και σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά από το σύνολο των 125 υποθέσεων που έχει διερευνήσει η Εισαγγελία του Ναυτοδικείου Πειραιά την τελευταία πενταετία (2019-2024), αναφορικά με ποινικές ευθύνες λιμενικών οργάνων ή στρατιωτικών του Πολεμικού Ναυτικού για καταγγελλόμενες επαναπροωθήσεις, 106 έχουν τεθεί το αρχείο, 15 παραμένουν μέχρι και σήμερα σε εκκρεμότητά και 4 έχουν διαβιβασθεί λόγω αρμοδιότητας σε άλλες Εισαγγελίες της χώρας. Συνεπώς καμία απολύτως ποινική δίωξη δεν έχει ασκηθεί για καμία υπόθεση επαναπροωθήσεων και καμία υπόθεση δεν έχει εξεταστεί ενώπιον Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά έρχονται σε συνέχεια της σχετικής απάντησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, σύμφωνα με την οποία επίσης το σύνολο των καταγγελιών για επαναπροωθήσεις, που έχουν διερευνηθεί από τις λοιπές Εισαγγελίες της χώρας σχετικά με τυχόν ποινικές ευθύνες αστυνομικών αρχών, έχουν ομοίως τεθεί στο αρχείο μετά τη διενέργεια προκαταρτικής εξέτασης ή παραμένουν μέχρι και σήμερα σε εκκρεμότητα, χωρίς καμία υπόθεση να έχει παραπεμφθεί ενώπιον Δικαστηρίου.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι μέχρι και σήμερα εκκρεμούν ενώπιον της ελληνικής Δικαιοσύνης πολλαπλώς τεκμηριωμένες υποθέσεις επαναπροωθήσεων όπως η περίπτωση διερμηνέα της FRONTEX, υπόθεση που έφεραν στο φως οι New York Times, τον Δεκέμβριο του 2021 και για την οποία οι ελληνικές αρχές είχαν δεσμευτεί για την πλήρη διερεύνηση της. Μέχρι και σήμερα και παρότι ο Συνήγορος του Πολίτη και ο Υπεύθυνος θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Frontex, βάσει της δικής τους διερεύνησης έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η καταγγελία είναι αξιόπιστη, η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον της ελληνικής Δικαιοσύνης, ήδη για διάστημα σχεδόν 3 ετών, χωρίς να είναι γνωστή κάποια εξέλιξη σε ό,τι αφορά την αποτελεσματική διερεύνηση της.
Υπενθυμίζεται ότι η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες έχει καταγράψει 809 περιστατικά άτυπων αναγκαστικών επιστροφών, που αφορούν τουλάχιστον 28,497 πρόσωπα. Αντίστοιχα η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, βάσει των στοιχείων του Μηχανισμού Καταγραφής Περιστατικών Άτυπων Αναγκαστικών Επιστροφών, υπογραμμίζει ότι οι άτυπες αναγκαστικές επιστροφές «έχουν λάβει συστηματικό και οργανωμένο χαρακτήρα» ενώ σύμφωνα με τον Συνήγορo του Πολίτη «οι παράνομες επαναπροωθήσεις στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα παρουσιάζουν χαρακτηριστικά που δεν αντιστοιχούν σε μεμονωμένο φαινόμενο». «Υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται επαναπροώθησης προς την Τουρκία» υπογραμμίζει η Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης στην πρόσφατη έκθεση της (7/2024).
Την ίδια στιγμή και παρότι καμία υπόθεση δεν έχει παραπεμφθεί για περαιτέρω διερεύνηση ενώπιον της ελληνικής δικαιοσύνης, τον Ιούνιο 2024, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εξέτασε με προφορική ακρόαση για πρώτη φορά δύο υποθέσεις επαναπροώθησεων από τον Έβρο και τη Σάμο, σε συνέχεια προσφυγών που είχαν κατατεθεί κατά της Ελλάδας. Η υπόθεση επαναπροώθησης από τα χερσαία σύνορα του Έβρου υποστηρίχθηκε από το Ελληνικό Συμβούλιο για τους τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ), το οποίο εκπροσώπησε και την προσφεύγουσα ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, video της προφορικής ακρόασης.
Επιπλέον το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες έχει καταθέσει από τον Μάρτιο του 2022 και μέχρι σήμερα, περισσότερες από 80 αιτήσεις Ασφαλιστικών Μέτρων ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για υποθέσεις προσφύγων σε κίνδυνο επαναπροώθησης, οι οποίες όλες έχουν γίνει δεκτές από το Δικαστήριο.
«Δεν βρέθηκαν διαθέσιμες ημερομηνίες»
Αυτό είναι το μήνυμα που λαμβάνουν όσοι/όσες επιχειρούν να ακολουθήσουν την μοναδική διαδικασία, που προβλέπεται στην ηπειρωτική χώρα για την κατάθεση αιτήματος ασύλου και την πρόσβαση στο άσυλο. Εξαιτίας των σοβαρών ελλείψεων διερμηνείας, σχεδόν για όλον τον Οκτώβριο του 2024, η πλατφόρμα του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου δεν χορηγεί ραντεβού προσέλευσης ενώπιον των αρμόδιων αρχών για την καταγραφή νέων αιτημάτων ασύλου, ενώ ραντεβού που είχαν ήδη προγραμματιστεί αναβλήθηκαν και οι αιτούντες, συμπεριλαμβανομένων προσώπων που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, έλαβαν μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ότι θα ενημερωθούν για τη νέα ημερομηνία.
Η αδυναμία κατάθεσης αιτήματος ασύλου αφήνει όσους/ες αναζητούν διεθνή προστασία στη χώρα σε καθεστώς επισφάλειας, εκτεθειμένους/ες σε κίνδυνο σύλληψης και κράτησης και ταυτοχρόνως σε κίνδυνο αστεγίας και ανέχειας, καθώς, προ της ολοκλήρωσής της κατάθεσης αιτήματος ασύλου, δεν παρέχεται πρόσβαση σε δομές υποδοχής, φαγητό και οικονομικό βοήθημα. Το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες το προηγούμενο διάστημα υποστήριξε υποθέσεις πολιτών τρίτων χωρών, που επιθυμούσαν να καταθέσουν διεθνούς προστασίας, ωστόσο εξαιτίας της αδυναμίας πρόσβασης συνελήφθησαν και βρέθηκαν κρατούμενοι βάσει απόφασης επιστροφής.
Την ίδια στιγμή, όσοι/ες βρίσκονται στο ΚΥΤ της Μαλακάσας για την καταγραφή της αίτησης τους, μεταξύ αυτών και ασυνόδευτα παιδιά, παραμένουν σε καθεστώς de facto κράτησης για διάστημα το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνά το μέγιστο επιτρεπόμενο χρονικό διάστημα των 25 ημερών. Στο ΕΣΠ απευθύνθηκε οικογένεια με ανήλικα παιδιά, που βρίσκονται στο ΚΥΤ Μαλακάσας για χρονικό διάστημα ήδη πλέον του μήνα, χωρίς μέχρι σήμερα να έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες, χωρίς να τους έχει χορηγηθεί δελτίο αιτούντος άσυλο και, σύμφωνα με τα αναφερόμενα, να αδυνατούν να εξέλθουν της δομής.
Απόφαση Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την εφαρμογή της εννοίας της ασφαλούς τρίτης χώρας από τις ελληνικές Αρχές – πρώτο βήμα για την ακύρωση μιας αυθαίρετης πολιτικής
Με Απόφαση που εκδόθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2024, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (υπόθεση C-134/2022), μεταξύ άλλων, υπογράμμισε ότι το Δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπει στα Κράτη Μέλη να απορρίπτουν αιτήσεις ασύλου ως απαράδεκτες, κατ’ εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας, σε περίπτωση που η χώρα αυτή δεν αποδέχεται εν τοις πράγμασι την επανεισδοχή των προσώπων αυτών.
Η Απόφαση εκδόθηκε σε συνέχεια προδικαστικής παραπομπής που είχε αποστείλει το Συμβούλιο της Επικρατείας, στο πλαίσιο της εξέτασης Αίτησης Ακύρωσης που είχαν καταθέσει το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες και η Υποστήριξη προσφύγων στο Αιγαίο (RSA) για την ακύρωση της Κοινής Υπουργικής Απόφασης, που εκδόθηκε το 2021 και με την οποία η Τουρκία χαρακτηρίστηκε ως ασφαλής τρίτη χώρα για αιτούντες διεθνούς προστασίας με καταγωγή από τη Συρία, το Αφγανιστάν, τη Σομαλία, το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές. Οι δύο οργανώσεις υποστήριξαν την υπόθεση τόσο ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας όσο και του Δικαστηρίου της ΕΕ.
Η απόφαση του ΔΕΕ είναι μείζονος σημασίας γιατί ανατρέπει μια πολυετή και πλέον αυθαίρετη και καταχρηστική πρακτική των ελληνικών αρχών να απορρίπτουν, συλλήβδην, αιτήσεις ασύλου ως απαράδεκτες κατ’ εφαρμογή της ασφαλούς τρίτης χώρας και βάζει τέλος στην έκπτωση από τα δικαιώματα χιλιάδων αιτούντων, απαγορεύοντας, πλέον, την απόρριψή τους όταν δεν υπάρχει δυνατότητα επανεισδοχής τους στην Τουρκία και υπαγορεύοντας τη εξατομικευμένη εξέτασή τους σύμφωνα με την Οδηγία, υπογράμμισαν το ΕΣΠ και η RSA.
Η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ένα πρώτο βήμα στην ακύρωση μιας πολιτικής που υιοθετήθηκε με σκοπό να εκδιώξει αιτούντες άσυλο από τη χώρα, καθιστώντας τους παράνομους, πέρα από κάθε λογική και πνεύμα νόμου, δήλωσε ο πρόεδρος του ΔΣ του ΕΣΠ.
Υπενθυμίζεται ότι μόνο μεταξύ 2022 και 2023, οι αιτήσεις περισσότερων από 10.000 αιτούντων άσυλο απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες κατ’ εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας παρότι οποιαδήποτε επιστροφή στην Τουρκία έχει ανασταλεί ήδη από τον Μάρτιο του 2020.
Δύο νέες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε υποθέσεις που υποστήριξε το Ελληνικό Σύμβουλο για τους Πρόσφυγες
Το ΕΔΔΑ δημοσίευσε τον Οκτώβριο του 2024 δύο νέες αποφάσεις σε υποθέσεις που υποστήριξε το ΕΣΠ.
- Στην υπόθεση H.T. κατά Γερμανίας και Ελλάδας, που αφορά στην επιστροφή αιτούντος άσυλο από τη Γερμανία στην Ελλάδα, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση της Ευρωπαϊκής Συμβάσης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εκ μέρους των Γερμανικών Αρχών καθότι αυτές δεν εξέτασαν, πριν την επιστροφή του, τη μεταχείριση που ο αιτών θα αντιμετώπιζε στην Ελλάδα. Το Δικαστήριο διαπίστωσε επιπλέον παραβίαση από την Ελλάδα εξαιτίας της κράτησης του προσφεύγοντα για χρονικό διάστημα 2 ½ μηνών στο ΑΤ Λέρου αμέσως μετά την επιστροφή του από τη Γερμανία (έκθεση σε εξευτελιστική μεταχείριση) και του αναποτελεσματικού ελέγχου των συνθηκών κράτησης από το ελληνικό Δικαστήριο. Η Απόφαση του Δικαστηρίου υπογραμμίζει την ευθύνη των Συμβαλλόμενων Κρατών για τη διασφάλιση και τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων αιτούντων άσυλο και προσφύγων, σε μια περίοδο που όλο και περισσότερα ευρωπαϊκά Κράτη ζητούν την εισαγωγή παρεκκλίσεων και εξαιρέσεων από τους κανόνες του Δίκαιου της Ένωσης και του διεθνούς δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προκειμένου να επιτύχουν την ταχεία επιστροφή αιτούντων άσυλο και προσφύγων στις χώρες πρώτης εισόδου ή την μεταφορά τους σε τρίτες χώρες. Δείτε δημοσιεύματα των γερμανικών ΜΜΕ σχετικά με την Απόφαση.
- Στην υπόθεση T.S. και M.S κατά Ελλάδας, το Δικαστήριο καταδίκασε την Ελλάδα για τις παραβιάσεις που υπέστησαν το 2019 δύο ασυνόδευτες ανήλικες αδελφές από το Αφγανιστάν, οι οποίες βρέθηκαν, παρά την προφανή ευαλωτότητά τους ως ανήλικα κορίτσια, άστεγες και μετέπειτα κρατούμενες σε κελί ενηλίκων γυναικών υπό «προστατευτική φύλαξη» στο Προαναχωρησιακό Κέντρο Κράτησης Αλλοδαπών (ΠΡΟΚΕΚΑ) Ταύρου. Για την ίδια υπόθεση, στις 21-3-2019, το Δικαστήριο είχε χορηγήσει ασφαλιστικά μέτρα, τα οποία επίσης είχε υποστηρίξει το ΕΣΠ, με τα οποία για πρώτη φορά το Δικαστήριο υπέδειξε στις ελληνικές αρχές την άμεση απομάκρυνση των ασυνόδευτων ανηλίκων από το χώρο κράτησης και την τοποθέτηση τους σε δομή φιλοξενίας, ανοίγοντας το δρόμο για τις μετέπειτα αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων κατά Ελλάδας σε υποθέσεις ασυνόδευτων ανήλικων, που παρέμεναν κρατούμενα αναμένοντας την εξεύρεση χώρου φιλοξενίας. Οι αποφάσεις αυτές συνέβαλαν στην κατάργηση της πρακτικής της «προστατευτικής φύλαξης» των ασυνόδευτων ανηλίκων σε χώρους κράτησης.