Σπύρος – Βλαντ Οικονόμου*
Ο διάλογος για το προσφυγικό δεν μπορεί να εξαντλείται σε οχυρώσεις
Ζούμε σε μια χώρα όπου θέλουμε να καλλιεργηθούν συνθήκες αξιοπρέπειας και ισονομίας για όλες και όλους ή σε μια χώρα όπου ανάγουμε τους κάθε λογής εξωτερικούς παράγοντες σε απειλές; Ευθύνη της όποιας κυβέρνησης προκύψει σε επικείμενες εκλογές είναι να εκκινήσει τον ουσιαστικό διάλογο και για αυτά και για άλλα.
Του ΣΠΥΡΟΥ-ΒΛΑΝΤ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ*
Ανησυχητικές διαστάσεις συνθηκών επισιτιστικής ανασφάλειας για χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες αποτυπώνει έκθεση της Intersos Hellas, του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες και της HIAS Ελλάδος, που παρουσιάστηκε σε συνέντευξη Τύπου την περασμένη Δευτέρα, με την πλειονότητα των ανθρώπων να έχουν πρόσβαση σε φαγητό μόλις μία με τρεις φορές την εβδομάδα και τη συντριπτική πλειονότητα όσων θίγονται να είναι γυναίκες και κορίτσια. Αυτά, σε μια ευρωπαϊκή χώρα, στον 21ο αιώνα.
Οι λόγοι, πολλαπλοί. Αρκετοί αποτυπώνονται στην έκθεση, δεν υπάρχει λόγος να επαναληφθούν εδώ. Με αφορμή όμως και αυτό το μελανό ζήτημα, που σαφώς επηρεάζει ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας, τίθεται ένας προβληματισμός σε σχέση με τη διάσταση του προσφυγικού-μεταναστευτικού στον δημόσιο διάλογο, αλλά και εν τέλει την κοινωνική πολιτική του τόπου. Ακούμε διαρκώς για «τον φράχτη». Για το πώς θα λύσει τα προβλήματα, επιδρώντας αποτρεπτικά στην άφιξη περισσότερων ανθρώπων ή ακόμη και για το πώς θα οδηγήσει στον τερματισμό των επαναπροωθήσεων –που κατά τ’ άλλα δεν γίνονται– αφού θα έχει εκλείψει η ανάγκη τους.
Ακούμε για το πώς «ο φράχτης» δεν επαρκεί. Αφ’ ενός, γιατί με βάση τον τρέχοντα σχεδιασμό δεν θα καλύπτει το σύνολο της συνορογραμμής. Αφ’ ετέρου, γιατί η μονομερής έμφαση σε μέσα αποτροπής, χωρίς την απαραίτητη διεκδίκηση ενός δικαιότερου ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, που να στηρίζει εμπράκτως τις χώρες υποδοχής, όπως η Ελλάδα, στη βάση της ουσιαστικής και όχι απλά υλικής αλληλεγγύης, αφήνει εκτός συζήτησης την ίσως βασικότερη παράμετρο ενός πραγματικά ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου.
Ακούμε για το πώς «ο φράχτης» το μόνο που θα κάνει θα είναι να οδηγήσει σε πολλαπλασιασμό των κερδών των διακινητών, στην ουσία αυξάνοντας τα κέρδη εγκληματικών ομάδων. Το τελευταίο, εξάλλου, αποτυπώνεται και σε εκθέσεις της Europol, αφού πολύ απλά, όταν κλείνει ένας δρόμος, ανοίγει ένας άλλος, συνήθως πιο επικίνδυνος (βλέπε π.χ. την αύξηση του αριθμού των ναυαγίων), αλλά και πιο κοστοβόρος.
Θα πω χάριν συζήτησης και με επίγνωση της απλουστευτικής παρουσίασης των παραπάνω, πως με τους όρους του σημερινού πολιτικού διαλόγου, όλα τα επιχειρήματα έχουν μια βάση, αν και σαφώς κάποια βλέπουν ορθώς και προς τα δυτικά για την πιο εύρυθμη διαχείριση του ζητήματος, άλλα ενδεχομένως σκόπιμα αποκρύπτουν το κόστος σε όρους ανθρώπινων ζωών και δικαιωμάτων, ενώ άλλα, που δεν έχουν αναφερθεί, ορθώς θέτουν το ζήτημα και υπό το πρίσμα μιας πιο υλιστικής ανάλυσης, που στη σημερινή Ευρώπη δύσκολα θα ακουστεί.
Αυτό που, όμως, δεν ακούμε –κι αν κάνω λάθος, προσβλέπω με χαρά στις όποιες διορθώσεις– είναι μια ουσιαστική συζήτηση για το τι κάνουμε, τελικά, ως πολιτεία και ως κοινωνία για αυτούς τους ανθρώπους, που ήδη ζουν ανάμεσά μας. Για αυτούς τους «Αλλους» –τους πρόσφυγες, τους μετανάστες, τους χωρίς χαρτιά– που θέλουμε να φροντίζουν τους συγγενείς μας, να καλλιεργούν τα χωράφια μας, να χτίζουν τα σπίτια μας και ούτω καθεξής, αρκεί να μη φαίνονται πολύ και να μη διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Για αυτό το ζήτημα της ένταξης, που ως έννοια αρχίζει να λαμβάνει διαστάσεις μυθικές – κάτι σαν το δισκοπότηρο: όποιος το βρει, θα (αυτο)ενταχθεί, για τους λοιπούς και τις λοιπές, καλή αναζήτηση σε άλλη χώρα.
Και τελικά τα ερωτήματα που μένουν –ή τουλάχιστον κάποια από αυτά– είναι τα εξής: Ζούμε σε μια χώρα όπου έχει σημασία να εξασφαλιστούν τα αναγκαία μέσα επιβίωσης για όλες και όλους ή σε μια χώρα που είναι ανεκτό κάποιοι και κάποιες να μην έχουν φαγητό; Σε μια χώρα όπου θέλουμε οι άνθρωποι που ούτως ή άλλως ζουν, εργάζονται και συνεισφέρουν ενεργά να έχουν προοπτικές ως μέλη της ίδιας κοινωνίας ή σε μια χώρα που είναι ανεκτές οι Μανωλάδες, με όποιες συνέπειες έχει αυτό και στην εθνική οικονομία (αδήλωτη εργασία και κενά σε ζωτικούς κλάδους);
Σε μια χώρα όπου θέλουμε να καλλιεργηθούν συνθήκες αξιοπρέπειας και ισονομίας ή σε μια χώρα που αρκεί να βλέπουμε μονομερώς και να ανάγουμε τους κάθε λογής εξωτερικούς παράγοντες σε απειλές, ώστε να μη μιλάμε, τελικά, για το τι πρέπει να γίνει και εντός συνόρων; Ευθύνη της όποιας κυβέρνησης προκύψει σε επικείμενες εκλογές είναι να εκκινήσει τον ουσιαστικό διάλογο και για τα παραπάνω.
• Ευχαριστώ θερμά τον αγαπημένο συνάδελφο Νασρουντίν Νιζάμι, συζήτηση με τον οποίο στάθηκε αφορμή για τη σύνταξη του παρόντος άρθρου.
*Υπεύθυνος Συνηγορίας και Επικοινωνίας του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ)