Search

Σχόλια του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες στο σχέδιο νόμου “Εθνικό Σύστημα επιτροπείας ασυνόδευτων ανήλικων και πλαίσιο ασυνόδευτων ανήλικων”

Η λειτουργία ενός αποτελεσματικού συστήματος Επιτροπείας των ασυνόδευτων και χωρισμένων παιδιών, αποτελεί μείζον ζήτημα προστασίας και απαραίτητη προϋπόθεση για τη διασφάλιση του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού και την εξασφάλιση των δικαιωμάτων των παιδιών αυτών, όπως αυτά κατοχυρώνονται σε διεθνείς συμβάσεις, το ενωσιακό δίκαιο και την κείμενη νομοθεσία. Ιδίως δε καθώς τα ασυνόδευτα και χωρισμένα παιδιά αποτελούν μια από τις πλέον ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού που χρήζουν ειδικής πρόνοιας και προστασία από τη μεριάτων κρατικών Αρχών.

Η απουσία ενός συστήματος επιτροπείας στην Ελλάδα έχει αποτελέσει επανειλημμένα αντικείμενο κριτικής διεθνών και εθνικών οργάνων προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αφήνοντας ταυτοχρόνως έναν μεγάλο αριθμό ασυνοδευτων και χωρισμένων παιδιών που βρίσκονται στη χώρα εκτεθειμένα σε σημαντικούς κινδύνους προστασίας και αδυναμία άσκησης θεμελιωδών δικαιωμάτων τους. Ο ν. 4554/2018 εισήγαγε για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη ένα θεσμικό πλαίσιο για τη λειτουργία ενός συστήματος Επιτροπείας των ασυνόδευτων και χωρισμένων παιδιών. Ωστόσο, μέχρι και σήμερα οισχετικές διατάξεις παρέμειναν ανεφάρμοστες.

Έτσι, μεταξύ άλλων η Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού στις πρόσφατες καταληκτικές παρατηρήσεις της σχετικά με την Ελλάδα (2022) η Επιτροπή εξέφραζε «τη σοβαρή της ανησυχία […] για τις καθυστερήσεις στην ενεργοποίηση του συστήματος επιτροπείας για τα ασυνόδευτα παιδία». Το 2021 σε μια υπόθεση που υποστήριξε το ΕΣΠ από κοινού με το ΕυρωπαϊκόΣυμβούλιο για τους Πρόσφυγες και τη Διεθνή Επιτροπή Νομικών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, σημειώνοντας τη σημαντική καθυστέρηση στην εφαρμογή της σχετική νομοθεσίας για την Επιτροπείαδιαπίστωσε παραβίαση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη από τις Ελληνικές Αρχές εξαιτίας «της αποτυχίας τους να διασφαλίσουν την παροχή αποτελεσματικήςσυνδρομής στα ασυνόδευτα και χωρισμένα παιδιά μέσω του ορισμού επιτρόπου».

Με το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου «Εθνικό Σύστημα Επιτροπείας Ασυνόδευτων Ανηλίκων και πλαίσιο φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων», και παρότι μέχρι και σήμερα η από το 2018 ψηφισμένη νομοθεσίαπαρέμεινε ανεφάρμοστη, εισάγεται εκ νέου ένα νέοθεσμικό πλαίσιο για τη δημιουργία ενός συστήματος Επιτροπείας ασυνόδευτων παιδιών. Τουτων λεχθέντωνυπογραμμίζεται ότι θα πρέπει να ληφθεί κάθε δυνατή πρόνοια έτσι ώστε αυτή η εκ νέου τροποποίηση του σχετικού νομοθετικού πλαισίου να μην οδηγήσει σε περαιτέρω καθυστερήσεις στην εφαρμογή ενός συστήματος Επιτροπείας για τα ασυνόδευτα και χωρισμένα παιδία και το σύστημα αυτό να είναι άμεσα διαθέσιμο και λειτουργικό.

Σε ότι αφορά τις ειδικότερες διατάξεις του σχεδίου νόμου:

Άρθρο 3 (Ορισμοί)

– Ο ορισμός της περίπτωσης γ) «Άστεγος Ασυνόδευτος Ανήλικος» όπως και της περίπτωσης θ) «Επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης» θα πρέπει να διερευνηθεί περιλαμβάνοντας επιπλέον περιπτώσεις σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα γιατον ορισμό της αστεγίας και των επισφαλών συνθηκών διαβίωσης. Συγκεκριμένα, ως άστεγοςασυνόδευτος ανήλικος, πλέον των αναφερόμενων περιπτώσεων θα πρέπει να θεωρηθεί εξ ορισμού και αυτός που διαμένει σε «επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης». Επιπλέον στις περιπτώσεις που ορίζονται ως «Επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης» θα πρέπει να συμπεριληφθούν η διαβίωση υπό καθεστώς αστεγίας; η διαμονή σε άτυπα διαμερίσματα με άλλους; η συχνή εναλλαγή τύπων διαμονής; η διαμονή σε δημόσιους χώρους ή εξωτερικούς χώρους; η διαμονή σε κέντρα για πρόσφυγες και μετανάστες, όπως ενδεικτικώς και ουχί περιοριστικώς σε Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ); η διανυκτέρευση σε ξενώνες ύπνου.

– Στην περίπτωση ε) να προστεθεί εδάφιο ως εξής: «Ως προς τη διαδικασία αξιολόγησης του βέλτιστου συμφέροντος εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 66 του ν. 4939/2022».  

– Στους ορισμούς του σχεδίου δέον είναι να προστεθεί για λόγους σαφήνειας ο ορισμός του «χωρισμένου από την οικογένεια του ανηλίκου», όπως αυτός περιλαμβάνεται στο άρθρο 1 περ. ιδ) ν. 4939/2022, αντί της αναφοράς με παραπομπή στη σχετική διάταξη.  

Άρθρο 4 (Πεδίο Εφαρμογής)

Η σχετική διάταξη θα πρέπει να αναδιατυπωθεί προκειμένου να μην υφίσταται οιαδήποτε αμφισβήτηση ως προς τα πρόσωπα που τίθενται υπό επιτροπεία και να περιλαμβάνει όλα τα ασυνόδευτα και χωρισμένα από την οικογένεια τους παιδιά, βλ. και Γενικό Σχόλιο 6 (2005) της Επιτροπής του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού,  «[τ]α κράτη υποχρεούνται να υιοθετήσουν νομικό πλαίσιο και να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την προσήκουσα νομική εκπροσώπηση του μείζονος συμφέροντος των ασυνόδευτων ή των χωρισμένων από την οικογένειά τους παιδιών».

Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 αναφέρει ότι οι εισαγόμενες διατάξεις έχουν εφαρμογή σε κάθε ασυνόδευτο ανήλικο. Ωστόσο το δεύτερο εδάφιο φαίνεται να περιορίζει την Επιτροπεία αποκλειστικά στους ασυνόδευτους ανηλίκους που παραμένουν σε καθεστώς αστεγίας (περ. γ άρθρου). Συνακολούθως η σχετική διάταξη θα πρέπει να αναδιατυπωθεί προκειμένου το πεδίο εφαρμογής να συμπεριλαμβάνει όλα τα ασυνόδευτα και χωρισμένα παιδία που βρίσκονται στην Ελλάδα σύμφωνα και με τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας.

Άρθρο 5 παρ. 4

Σχετικά με τον «επαναπατρισμό» ασυνόδευτου ανηλίκου ως αναφερόμενη ενδεχομένη βιώσιμη λύση θα πρέπει να υπομνησθεί το Γενικό Σχόλιο υπ’αριθμ. 6 της Επιτροπής του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού όπου υπογραμμίζεται «[ο] επαναπατρισμός δεν αποτελεί επιλογή όταν οδηγεί σε «εύλογο κίνδυνο» παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του παιδιού και ειδικότερα όταν εφαρμόζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης».

Άρθρο 7

Σύμφωνα με την έκθεση συνεπειών ρύθμισης «[μ]ε την αξιολογούμενη ρύθμιση επιδιώκεται, επίσης, ο ορισμός επιτρόπου το συντομότερο δυνατό κατά την άφιξη ενός ασυνόδευτου ανηλίκου στην ελληνική επικράτεια, με ταχεία αλλά και ασφαλή διαδικασία». Η διάταξη προβλέπει την υποχρέωση αναγγελίας του εντοπισμού ασυνόδευτου ανήλικου στην Μονάδα Θεσμικής Προστασίας και στον Εισαγγελέα εντός 24 ωρών, οι οποίοι μεριμνούν «για τον άμεσο ορισμό επιτρόπου».  

Ο έγκαιρος ορισμός Επιτρόπου αποτελεί μια εγγύηση για τη διασφάλιση του βέλτιστοςσυμφέροντος του παιδιού και της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων των ασυνόδευτων ανηλίκων. Σε αυτήν την κατεύθυνση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήδη από το 2016 έχει εισηγηθεί ο ορισμός Επιτρόπου να λαμβάνει το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση σε χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των 5 εργάσιμων ημερών. Η σχετική πρόταση περιλήφθηκε εκ νέου στην πρόταση της Επιτροπής για το Σύμφωνο για το Άσυλο και τη Μετανάστευση. 

Προς διασφάλιση του έγκαιρου ορισμού επιτρόπου να προστεθεί στην παρ. 1 του άρθρου 7 «ενημερώνει […] αμελλητί και σε κάθε περίπτωση εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών» και στην παράγραφο 3 του άρθρου 7 «μεριμνά για τον άμεσο ορισμό επιτρόπου και σε κάθε περίπτωση εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την ενημέρωση τους» 

Άρθρο 8 και 9

Τα άρθρα 8 και 9 ορίζουν τους Φορείς Παροχής Υπηρεσιών Επιτροπείας και τους πόρους χρηματοδότησης του συστήματος Επιτροπείας.

Το άρθρο 8 προβλέπει έναν ευρύ κατάλογο φορέων που μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες Eπιτροπείας, μεταξύ άλλων φορείς του Δημοσίου, ΟΤΑ, σωματεία, κοινωφελή ιδρύματα, μη κυβερνητικές οργανώσεις, διεθνείς οργανισμούς κτλ και το άρθρο 9 περιλαμβάνει στουw πόρους χρηματοδότησης του συστήματος επιτροπείας, πλέον των πιστώσεων του τακτικού προϋπολογισμού και του προγράμματος δημόσιων επενδύσεων, ίδιουςπόρους των φορέων παροχής υπηρεσιών, δωρεές και κληροδοτήματα, χρηματοδοτήσεις από διεθνείς οργανισμούς κτλ.

Δεδομένου ότι η βιωσιμότητα ενός συστήματος επιτροπείας αποτελεί θεμελιώδης αρχή για τη λειτουργίας ενός δίκαιου και αποτελεσματικού συστήματος και οι εθνικές αρχές δεσμεύονται «να διαθέτουν επαρκείς ανθρώπινους και χρηματοδοτικούς πόρους για τη λειτουργία του συστήματος επιτροπείας», θα πρέπει να διασφαλιστεί η επαρκής και χωρίς διακοπές και χρηματοδοτικά κενά χρηματοδότηση του συστήματος επιτροπείας και ότι η ανάθεση των σχετικών υπηρεσιών σε τρίτους φορείς δεν θα έχει ως αποτέλεσμα την αποσπασματική παροχή υπηρεσιών, οι οποίες διακόπτονται με την ολοκλήρωση χρηματοδοτικών προγραμμάτων, όπως π.χ. παρατηρήθηκε σε σχετικές δράσεις που υλοποιήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, με αποτέλεσμα τη διακοπή των παρεχόμενων υπηρεσιών και χιλιάδες παιδία να βρεθούν εκτός πλαισίου εκπροσώπηση.

Άρθρο 10

Η παράγραφος 1 του άρθρου 10 ορίζει τις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα στην διαδικασία ορισμού επιτρόπου, χωρίς ωστόσο ο Εισαγγελέας να ορίζεται ως εκ του νόμου προσωρινός επίτροπος του ασυνόδευτου μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας ορισμού εκπροσώπου. Σύμφωνα με την ανάλυση συνεπειών ρύθμισης «[…] Ο Εισαγγελέας διορίζει τον επίτροπο, χωρίς πλέον να έχει τον ρόλο του προσωρινού επιτρόπου των ανηλίκων […]». Ωστόσο, ο μη ορισμός του Εισαγγελέας ως προσωρινού επίτροπου του ασυνόδευτου παιδιού τουλάχιστον μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών ορισμού μόνιμου επιτρόπου ή και για την περίπτωση αποποίησης ή/και παραίτησης (άρθρο 11) από ανατεθείσα επιτροπεία, δημιουργεί κενό στην εκπροσώπηση του ασυνόδευτου παιδιού και αδυναμία άσκησηςβασικών δικαιωμάτων του, π.χ. ποιο είναι το πρόσωπο που θα ασκήσει/παρέχει εξουσιοδότηση προς άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής κατά τον χρόνο αυτό.

Με την παράγραφο 3 προβλέπεται η δυνατότητα του Εισαγγελέα «να αναθέτει, μέσω διάταξης, την άσκηση της καθημερινής φροντίδας ασυνόδευτου ανηλίκου σε ενήλικο συγγενή εξ αίματος έως τον τρίτο βαθμό ή φίλο του, κατόπιν αξιολόγησης της καταλληλότητάς του, με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του ανηλίκου».  

Δεδομένου ότι η ανάθεση της άσκησης της καθημερινής φροντίδας δεν συνιστά ανάθεση επιτροπείας/ορισμό επιτρόπου στο ασυνόδευτο παιδί, θα πρέπει να προβλεφθεί ποιος ασκεί την επιτροπεία στην περίπτωση αυτή. Επιπλέον, θα πρέπει να προβλεφθεί στο πλαίσιο ποιάςδιαδικασίας λαμβάνει χώρα η εκτίμηση του βέλτιστου συμφέροντος του ανηλίκου για την ανάθεση της καθημερινής φροντίδας και σε κάθε περίπτωση, η άσκηση της καθημερινής φροντίδας του παιδιού θα πρέπει να υπάγεται σε μηχανισμό περιοδική παρακολούθησης και εποπτείας.

Τέλος, η συμπερίληψη του «φίλου» στα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή είναι εξαιρετικά ευρεία και ενδέχεται να εκθέσει τα ασυνόδευτα παιδία σε σοβαρούς κινδύνους, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου εκμετάλλευσης εάν δεν πλαισιωθεί από κατάλληλες εγγυήσεις.

Άρθρο 11

Η παράγραφος 3 του Άρθρου 11 ορίζει «Ο επίτροπος έχει το δικαίωμα να παραιτηθεί, εφόσον συντρέχει αντικειμενική αδυναμία συνέχισης της επιτροπείας, όπως αδυναμία εξεύρεσης ιδίων οικονομικών πόρων».  

Η διάταξη είναι εξόχως προβληματική δεδομένου ότι στην πραγματικότητα εξαρτά την παροχή της Επιτροπείας από τη δυνατότητα του Επιτρόπου, ήτοι του Φορέα Παροχής Υπηρεσιών Επιτροπείας να  διασφαλίζει την παροχή των υπηρεσιών αυτών από την ανεύρεση ίδιων πόρων και ιδίως εν προκειμένω να παραιτείται της Επιτροπείας σε περίπτωση μη διασφάλισης των πόρων αυτών.

Όπως προαναφέρθηκε η βιωσιμότητα ενός συστήματος Επιτροπείας αποτελεί θεμελιώδη αρχή που οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να διασφαλίζουν. Συνεπώς δεν νοείται η σύνδεση της συνέχισης της Επιτροπείας με τη δυνατότητα διασφάλισης «ίδιων πόρων», και κατά μείζονα λόγο η έκθεση ασυνόδευτων παιδιών να βρεθούν χωρίς εκπροσώπηση και επιτροπεία για το λόγο αυτό.   

Άρθρο 16

Σύμφωνα με τη σύσταση του ΟργανισμούΘεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ , «τα άτομα που ορίζονται ως επίτροποι και νόμιμοι εκπρόσωποι [πρέπει να] έχουν τα κατάλληλα επαγγελματικά προσόντα για την παιδική πρόνοια ή/και παιδική προστασία. Επιπλέον, θα πρέπει να λάβουν κατάλληλη αρχική και συνεχή εκπαίδευση».Σύμφωνα με το Γενικό Σχόλιο υπ’ άριθμ. 6 της Επιτροπής του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού  «Ο επίτροπος ή ο σύμβουλος πρέπει να έχει την αναγκαία τεχνογνωσία στον τομέα της παιδικής πρόνοιας ώστε να διασφαλίζει ότι το βέλτιστονσυμφέρον του παιδιού διασφαλίζεται και ότι οι νομικές, κοινωνικές, ψυχολογικές, υλικές και εκπαιδευτικές του ανάγκες διασφαλίζονται, ενεργώντας μεταξύ άλλων ως σύνδεσμος μεταξύ του παιδιού και των εξειδικευμένων επαγγελματιών / οργανώσεων που παρέχουν την απαιτούμενη αδιάλειπτη και συνεχή φροντίδα στο παιδί».

Το άρθρο 16 παρ. 2 ορίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί ο εντεταλμένος επιτροπείας, δηλαδή το φυσικό πρόσωπο που ασκεί στην πράξη τις επιτροπικές εξουσίες του Επιτρόπου, βλ. παρ. 1 του άρθρου 16.  

Ωστόσο η πρόβλεψη ο εντεταλμένος επιτροπείας  να κατέχει πτυχίο ή δίπλωμα πανεπιστημίου χωρίς να προσδιορίζεται το γνωστικό αντικείμενο του τίτλου αυτού δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληροί την απαίτηση τα πρόσωπα αυτά να έχουν τα κατάλληλα προσόντα στον τομέα της παιδικής πρόνοιας και της παιδικής προστασίας. Θα πρέπει κατ’ ελάχιστο να προβλεφθούν ίδιες προϋποθέσεις με αυτές του άρθρου 17 παρ. 5(α) του σχεδίου νόμου, ήτοι «πτυχιούχος Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι., της ημεδαπής ή ισότιμο και αντίστοιχο της αλλοδαπής, με τίτλο σπουδών Ψυχολογίας, Κοινωνικής Εργασίας, Κοινωνιολογίας, Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Παιδαγωγικής, Νομικής ή Πολιτικής Επιστήμης».

Επιπλέον, η προϋπόθεση που τίθεται με την παράγραφο 2 β του άρθρου 16 («να έχει άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας και καλή γνώση της αγγλικής ή της γαλλικής γλώσσας, ή αραβικών, Ουρντού ή άλλης γλώσσας η οποία ομιλείται από σημαντικό αριθμό ασυνόδευτων ανηλίκων στη χώρα μας») φαίνεται να συγχέει τον ρόλο του εντελταμένου επιτροπείας με αυτόν του διερμηνέα/πολιτιστικού διαμεσολαβητή.  

Παρότι ευκταίο είναι ο εντεταλμένος επιτροπείας να γνωρίζει τη γλώσσα του παιδιού και να επικοινωνεί απευθείας μαζί του, αποτελεί υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να οργανώσουν ένα αποτελεσματικό σύστημα παροχής διερμηνείας, διαθέσιμο στα πρόσωπα που ασκούν την επιτροπεία ασυνόδευτου ανηλίκου καθώς και σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, προς διασφάλιση του δικαιώματος του παιδιού να εκφράζει τη γνώμη του και αυτή να λαμβάνεται δεόντως υπόψη σύμφωνα με το άρθρο 12 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

Επιπροσθέτως, η αναφορά στην παράγραφο 2γ) του άρθρου 16 στο Μητρώο Μελών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, δεδομένου ότι διάταξητης σχετική ΚΥΑ για τον καθορισμός λειτουργίας του «Μητρώου Μελών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων» έχει κριθεί αντισυνταγματική (ΜονΠλημ Αθηνών 427/2022), ενδέχεται να δημιουργήσει σημαντικές καθυστερήσεις στη λειτουργία του συστήματος επιτροπείας και συνεπώς θα πρέπει άμεσα η σχετική νομοθεσία περί Μητρώο Μελών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων να τροποποιηθεί, σύμφωνα και με τη σχετική προαναφερθείσα νομολογία και τις σχετικές συστάσεις, μεταξύ άλλων του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ειδικής Εισηγήτριας του ΟΗΕ για τους Υπερασπιστές Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  

Τέλος, θα πρέπει να προστεθεί επιπλέον προϋπόθεση επιτυχούς παρακολούθησης εισαγωγικής κατάρτισης του προσώπου που αναλαμβάνει καθήκοντα εντεταλμένου επιτροπείαςκαι η παρακολούθηση προγραμμάτων διαρκούς επιμόρφωσης κατά τον χρόνο άσκησης των καθηκόντων του, όπως αυτές που προβλέπεται στο άρθρο 24 του σχεδίου νόμου. 

Άρθρο 19

Το άρθρο 19 (1) ορίζει ότι «[η] επιτροπεία του ασυνόδευτου ανηλίκου λήγει αυτοδικαίως με: […] ε) την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας, σύμφωνα με τον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας […]». Δεδομένουωστόσο ότι ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση (κτήση ιθαγένειας) το ασυνόδευτο παιδί συνεχίζει να είναι ασυνόδευτο και έχει τις ίδιες ανάγκες προστασίας, εκπροσώπησης κτλ. θα πρέπει να προβλεφθεί η παραπομπή του σε κατάλληλες διαδικασίες έτσι ώστε να συνεχιστεί η κάλυψη των αναγκών αυτών προς εξυπηρέτηση του βέλτιστου συμφέροντος του.

Άρθρο 24

Να τεθεί ως προϋπόθεση τα φυσικά πρόσωπα που εργάζονται με ασυνόδευτα παιδία στο πλαίσιο του συστήματος Επιτροπείας να έχουν επιτυχώς παρακολουθήσει αρχική κατάρτιση προ την έναρξη των παρεχόμενων υπηρεσιών και να συνεχίζουν να παρακολουθούν διαρκή επιμόρφωση κατά τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του, σε συμμόρφωση και με την υποχρέωση όλοι όσοι έρχονται σε επαφή και εργάζονται με τα παιδιά, να είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι, να έχουν επιμορφωθεί και να έχουν εξειδικευμένη κατάρτιση σε θέματα εφαρμογής του εθνικού και διεθνούς δικαίου με τρόπο που λαμβάνει υπόψη την ειδική κατάσταση του παιδιού, το πολιτισμικό του υπόβαθρο και το φύλο του, καθώς και να λαμβάνουν κατάλληλη και συνεχή επιμόρφωση.

Άρθρο 28 παρ. 8, περ. β΄ και Άρθρο 29 παρ. 9, περ. β΄

Να προστεθεί στο τέλος των σχετικών περιπτώσεων «Τα ασυνόδευτα ή τα χωρισμένα από τους γονείς τους ανήλικα παιδία τοποθετούνται άμεσα σε άλλο κέντρο φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων ή διαμέρισμα ημιαυτόνομης διαβίωσης»

Άρθρο 29  

Η διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 29 ορίζει  «Κατά τη διάρκεια της παρεχόμενης φιλοξενίας σε Ε.Δ.Η.Δ., οι ασυνόδευτοι ανήλικοι λαμβάνουν υπηρεσίες και παροχές, όπως είναι η στέγαση, υλικές παροχές, η χρηματική ενίσχυση της παρ. 6 του άρθρου 60 του ν. 4939/2022, ψυχοκοινωνική στήριξη, συνδρομή στην πρόσβαση στην εκπαίδευση και την αγορά εργασίας, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη».

Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, αλλά και για την κάλυψη των πραγματικών αναγκών των παιδιών και τη διασφάλιση της πρόσβασης τους σε κατοχυρωμένα δικαιώματα χωρίς διακρίσεις, οι υπηρεσίες και οι παροχές  που προβλέπονται στο άρθρο 29(7) του σχεδίου νόμου θα πρέπει να είναι οι ίδιες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 28 (6) του σχεδίου νόμου, ήτοι «η στέγαση, η σίτιση, η ψυχοκοινωνική υποστήριξη, η υγειονομική περίθαλψη, η νομική συνδρομή, εκπαιδευτικές δραστηριότητες και επαγγελματική κατάρτιση, η διερμηνεία, η χρηματική ενίσχυση στο πλαίσιο χρηματοδοτούμενου προγράμματος, η παροχή ιματισμού, η ατομική υγιεινή και καθαριότητα».

Διασφάλιση του δικαιώματος του παιδιού να ακουστεί (Άρθρο 5(2))

Το δικαίωμα του παιδιού να εκφράζει τη γνώμη του και αυτή να λαμβάνεται δεόντως υπόψη κατοχυρώνεται στο άρθρο 12 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Το δικαίωμα αυτό αφορά τόσο στη διαδικασία ορισμού επιτρόπου όσο και μετά τον ορισμό.

Σύμφωνα με το Γενικό Σχόλιο υπ’ αριθμ. 6 της Επιτροπής του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού, «σύμφωνα με το άρθρο 12 της Σύμβασης, όταν υιοθετούνται μέτρα για τα ασυνόδευτα ή τα χωρισμένα από την οικογένειά τους παιδιά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι απόψεις και οι επιθυμίες που το παιδί δικαιούται να εκφράζει. Για την έγκυρη έκφραση αυτών των απόψεων και επιθυμιών είναι επιτακτική ανάγκη η προσήκουσα ενημέρωση των παιδιών για παράδειγμα για τα δικαιώματά τους, για τις διαθέσιμες υπηρεσίες […]  Οι απόψεις του παιδιού πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη στη διαδικασία διορισμού επιτρόπου, νομικού συμπαραστάτη και κατά την επιλογή των ρυθμίσεων φροντίδας και στέγασης. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να παρέχονται με τρόπο που ανταποκρίνεται στην ωριμότητα και στο πνευματικό επίπεδο κάθε παιδιού. Καθώς η συμμετοχή εξαρτάται από την αξιόπιστη επικοινωνία, επιβάλλεται – όταν είναι αναγκαία – η παρουσία διερμηνέα σε όλα τα στάδια της διαδικασίας». 

Επιπλέον και σύμφωνα με τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ «[ο] σεβασμός της αρχής του μείζονος συμφέροντος του παιδιού απαιτεί από τις αρχές να λαμβάνουν υπόψη τις απόψεις του παιδιού κάθε φορά που λαμβάνουν αποφάσεις που αφορούν το παιδί. Ως υπεύθυνος για τη διασφάλιση του μείζονος συμφέροντος του παιδιού, ο επίτροπος πρέπει να βοηθά το παιδί να συμμετέχει σε όλες τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων που το αφορούν, διασφαλίζοντας ότι οι αρχές που λαμβάνουν τις αποφάσεις σέβονται το δικαίωμα του παιδιού να εκφράζει τη γνώμη του και ότι αποδίδουν τη δέουσα βαρύτητα στις απόψεις του». 

Στο παρόν σχέδιο νόμου, το άρθρο 5 (2) προβλέπει ως γενική αρχή την υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να ζητούν τη γνώμη του ασυνόδευτου παιδιού, ωστόσο η αρχή αυτή δεν μεταφράζεται σε ειδικότερες ρυθμίσεις που να διασφαλίζουν την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος.  

Οι μόνες σχετικές αναφορές περιλαμβάνονται στο άρθρο 13 (3) του σχεδίου νόμου σχετικά με κατάσταση υγείας του παιδιού και στο άρθρο 22 (4) του σχεδίου νόμου όπου ανατίθεται στο Συμβούλιο Επιτροπείας Ασυνόδευτων Ανηλίκων η αρμοδιότητα να «β) αποφασίζει για διαφωνίες που ανακύπτουν μεταξύ επιτρόπου και ασυνόδευτου ανηλίκου […]».

Συνεπώς θα πρέπει να εισαχθούν διαδικασίες που να διασφαλίζουν την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος τους παιδιού να ακουσθεί κάθε φορά που λαμβάνονται αποφάσεις για αυτό σε όλα τα στάδια της διαδικασίας πριν και μετά τον ορισμό του Επιτρόπου και κατά τη διάρκεια άσκησης της Επιτροπείας.

Αθήνα 4 Ιουλίου 2022

el
E-mail: gcr1@gcr.gr
Τηλέφωνο: +30 231 0250045 ,+30 2311 821677
Μετάβαση στο περιεχόμενο