Search

Ένα νομοσχέδιο με ανομολόγητες προθέσεις – Επαναφορά σε καθεστώς αλλοδαπών πολιτών χωρίς χαρτιά

Εισαγωγή

Τέθηκε στις 18-6-2021 σε δημόσια διαβούλευση η νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, υπό τον τίτλο: «Αναμόρφωση διαδικασιών απελάσεων και επιστροφών πολιτών τρίτων χωρών, ζητήματα αδειών διαμονής και διαδικασιών χορήγησης διεθνούς προστασίας και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου και Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη».

Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Υπουργείου με το προτεινόμενο νομοσχέδιο επιχειρείται η αποσαφήνιση και η αυστηροποίηση των διαδικασιών απελάσεων και επιστροφών με σκοπό την απομάκρυνση από τη χώρα όσων δεν δικαιούνται διεθνούς προστασίας, καθώς και η εξάλειψη αρρυθμιών του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου, τις οποίες εκμεταλλεύονται πολίτες τρίτων χωρών ώστε να παραμένουν παρανόμως στη χώρα.

Πλην όμως, όπως θα αναλύσουμε κατωτέρω, πέρα του ότι ουδόλως επιτυγχάνεται ο σκοπός της εξάλειψης αρρυθμιών του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου, πρόθεση του νομοθέτη σε συνέχεια προηγούμενων νομοθετικών ρυθμίσεων (του ν. 4636/2019 και ιδίως του ν. 4686/2020) είναι πράγματι η εξάλειψη ακόμη και των ελάχιστων δυνατοτήτων της νομοθεσίας για ρύθμιση του καθεστώτος διαμονής των «χωρίς χαρτιά».

Σε αυτό το πλαίσιο είναι εμφανής η διάθεση αυστηροποίησης της σχετικής νομοθεσίας με την προτεινόμενη πλήρη κατάργηση της κατηγορίας αδειών διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.

Οι προθέσεις δε του νομοθέτη καθίστανται ακόμη περισσότερο ενδεικτικές, ενόψει και των πρόσφατων πρωτοβουλιών περί χαρακτηρισμού της Τουρκίας ως ασφαλούς τρίτης χώρας για την πλειονότητα των αιτούντων διεθνή προστασία (ήτοι όσων κατάγονται από Συρία, Αφγανιστάν, Σομαλία, Πακιστάν και Μπαγκλαντές)[1] όσο και του προηγούμενου χαρακτηρισμού σειράς χωρών ως ασφαλών χωρών καταγωγής[2], οι οποίες θα καταστήσουν μεγάλο αριθμό πολιτών τρίτων χωρών (που έως πρόσφατα μάλιστα χαρακτηρίζονταν σε υψηλά ποσοστά ως δικαιούχοι διεθνούς προστασίας), στερούμενους νομιμοποιητικών εγγράφων και υποκείμενους σε διαδικασίες απέλασης/επιστροφής ή/και επανεισδοχής στην Τουρκία, με βάση το Διμερές πρωτόκολλο[3] ή/και την Ευρωπαϊκή Συμφωνία Επανεισδοχής[4].

Ανάγκη επικαιροποίησης της νομοθεσίας

Πράγματι το νομοθετικό πλαίσιο του ν. 3386/2005 που εφαρμοζόταν κατά τη διαδικασία εισόδου στη χώρα[5], χρειαζόταν αναπροσαρμογές και κυρίως εναρμόνιση με το νομοθετικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε αρχικά με το ν. 3907/2011, και στη συνέχεια με τους νόμους 4376/2016 και 4636/2019, τόσο σε σχέση με τις διαδικασίες επιστροφών, που εφαρμόζονταν σε όσους είχε επιτραπεί η είσοδος στη χώρα (δηλαδή σε όσους είτε είχαν λάβει άδεια διαμονής, είτε είχαν υπαχθεί σε διαδικασία εξέτασης αίτησης διεθνούς προστασίας), όσο και σε σχέση με τις διαδικασίες υποδοχής (πρώτης υποδοχής κατά το ν. 3907/2011) όσων υπέβαλλαν αίτηση διεθνούς προστασίας ιδίως κατά το πρώτο στάδιο εξέτασής τους.

Η απλή επανάληψη όμως της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του ν. 3907/2011 ως παράγραφος 1 του άρθρου 1 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου[6] και η ρητή πρόβλεψη ότι σε αυτές τις περιπτώσεις[7] εφαρμόζεται ο ν. 3386/2005 δεν επιλύει κανένα πρόβλημα απ΄ όσα είχαν εμφανιστεί στην πράξη:

  • Η προβληματική ποινικοποίηση της παράνομης εισόδου στη χώρα παραμένει, παρά το γεγονός ότι με σταθερή νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης προέχει η διαδικασία της επιστροφής[8] έναντι της επιβολής κυρώσεων[9] έτσι ώστε να επιτρέπεται η επιβολή κυρώσεων μόνο στην περίπτωση που η επιστροφή δεν κατέστη δυνατή[10], ή στην περίπτωση επανεισόδου σε περίπτωση υλοποίησης αυτής[11]. Ετσι το άρθρο 83 του ν. 3386/2005 τουλάχιστον στην αρχική του πρόβλεψη περί επιβολής ποινικών κυρώσεων σε κάθε παράτυπα εισερχόμενο στη χώρα έχει πλέον καταστεί αντίθετο με το δίκαιο της ΕΕ. Η δε διαδικασία της αποχής από την ποινική δίωξη του Εισαγγελέα Πλημ/κών, πέραν του ότι εφαρμόζεται κατ΄ απόλυτη διακριτική ευχέρεια, γεγονός που δεν συνάδει με την αρχή της νομιμότητας που διέπει το σύστημα της άσκησης ποινικής δίωξης σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, έχει οδηγήσει σε ολότελα διαφοροποιημένες πρακτικές ανά την επικράτεια (είτε συστηματικής μη εφαρμογής της διάταξης, είτε επιλεκτικής εφαρμογής της, είτε εφαρμογής της με τον πλέον αυστηρό τρόπο, όπως συνέβη πέρσι το Μάρτιο του 2020 στην Ορεστιάδα και στη Λέσβο, όπου τιμωρήθηκαν ακόμη και πρόσφυγες για παράνομη είσοδο στη χώρα και οδηγήθηκαν στη φυλακή χωρίς ανασταλτικό αποτέλεσμα στην ποινή τους).
  • Η προβληματική συναρμογή της κίνησης διαδικασίας απέλασης, ταυτόχρονα ή και προηγούμενα σε σχέση με την υπαγωγή σε διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης του εισερχόμενου στη χώρα παραμένει επίσης

Σύμφωνα με το νόμο 3386/2005 η διοικητική απέλαση αλλοδαπού επιτρέπεται εφόσον, μεταξύ άλλων, ο αλλοδαπός παραβιάσει τις διατάξεις που ρυθμίζουν την είσοδο και διαμονή πολιτών τρίτων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια[12].

Η ως άνω όμως πρόβλεψη εγείρει ζητήματα ως προς την παραβίαση της αρχής μη επαναπροώθησης που προστατεύεται από το άρθρο 33 της σύμβασης της Γενεύης, και αποτελεί γενικά παραδεδεγμένη αρχή του διεθνούς δικαίου, όπως επίσης και ζητήματα από την παραβίαση των άρθρων 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[13] που προστατεύουν το δικαίωμα στη ζωή, και απαγορεύουν κατά απόλυτο και μη δεκτικό παρέκκλισης τρόπο την υποβολή σε βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση[14]. Ηδη δε οι ως άνω αρχές έχουν ενσωματωθεί και στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τα άρθρα 18 και 19 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως επίσης και στο δευτερογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης[15].

Ετσι η σχετική πρόβλεψη του άρθρου 76 του ν. 3386/2005 και ιδίως η απαρέγκλιτη εφαρμογή της για κάθε νεοεισερχόμενο στη χώρα εγείρει ζητήματα συμφωνίας με τις ως άνω προβλέψεις του ενωσιακού και διεθνούς δικαίου. Εχοντας αυτό κατά νου ο νομοθέτης προσέθεσε το άρθρο 78Α «Προστασία από την απέλαση» στο ν. 3386/2005, που εισήχθη με το άρθρο 18 του ν. 4332/2015 και όρισε ότι απόφαση απέλασης δεν εκδίδεται σε περίπτωση συνδρομής των όρων της αρχής της μη επαναπροώθησης, όπως αυτή αποτυπώνεται στις ως άνω διατάξεις του διεθνούς δικαίου, οπότε στη συγκεκριμένη περίπτωση χορηγείται βεβαίωση περί μη απομάκρυνσης για λόγους ανθρωπιστικούς[16], με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της βεβαίωσης αναβολής απομάκρυνσης του άρθρου 24 του ν. 3907/2011.

Ηδη, με τα άρθρα 68 και 104 του ν. 4636/2019, όπως ισχύουν, η σχετική υποχρέωση εξέτασης της τήρησης των ως άνω διεθνών υποχρεώσεων της χώρας επιβλήθηκε στην αποφαινόμενη αρχή επί αιτήσεων διεθνούς προστασίας τόσο σε πρώτο βαθμό, όσο και κατόπιν άσκησης προσφυγής ενώπιον των Επιτροπών Προσφυγών, σε δεύτερο βαθμό[17]. Εφόσον έτσι υποβληθεί αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία, κατά τα ανωτέρω, δεν απαιτείται να υποβάλλεται κατά τρόπο τυπικό[18], καταρχήν δεν χωρεί διαδικασία απέλασης, έως την κρίση επ΄ αυτής και η σχετική διαδικασία απέλασης θα πρέπει να ανακληθεί ή ανασταλεί για όσο χρονικό διάστημα εκκρεμεί μια αίτηση διεθνούς προστασίας[19].

Σύμφωνα δε με τις σχετικές Ευρωπαϊκές οδηγίες και το νόμο 4636/2019 υφίσταται υποχρέωση υποβολής σε διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης[20], όσο και καταγραφής και εξέτασης αιτήματος διεθνούς προστασίας[21]. Οι άνω διαδικασίες συχνά είναι αντιφατικές με τη διαδικασία απέλασης που έχει ήδη εκκινήσει, πόσο μάλιστα όταν αυτή συνδυάζεται και με κράτηση. Είναι ιδιαίτερα συχνή στην πράξη η σύγχυση ως προς την εφαρμογή διαδικασιών απέλασης, ταυτόχρονα με την υπαγωγή σε διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης. Ετσι το άρθρο 39 του ν. 4636/2019[22] που προβλέπει ότι με ευθύνη των αστυνομικών ή λιμενικών αρχών οι πολίτες τρίτες χωρών που εισέρχονται χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις στη χώρα οδηγούνται άμεσα σε Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης, ενίοτε δεν εφαρμόζεται, όπως έχει παρατηρηθεί συχνά στην πράξη τόσο στις εισόδους από τον Εβρο, όσο και στην περιοχή των Δωδεκανήσων[23], είτε και παραλείπεται τελείως η διαδικασία υποδοχής και ταυτοποίησης[24].

Αντί έτσι ο νομοθέτης να αντιμετωπίσει τα ζητήματα επικαιροποίησης του νομοθετικού πλαισίου που διέπει τα ζητήματα απέλασης, κράτησης και επιβολής περιοριστικών της ελευθερίας μέτρων, ή άλλων εναλλακτικών της κράτησης μέτρων στο πλαίσιο της διαδικασίας υποδοχής και ασύλου της χώρας, συνεχίζει και με το προτεινόμενο νομοσχέδιο να διατηρεί παράλληλα τη διαδικασία απέλασης του ν. 3386/2005, χωρίς προσαρμογή σε σχέση με τις διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης, όσο και το ν. 3907/2011 που διέπει τα ζητήματα επιστροφής παράνομα διαμενόντων στη χώρα. Συνεχίζει έτσι να διατηρεί αρρυθμίες του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου, με σκοπό να διατηρήσει το γενικότερο καθεστώς αυθαιρεσίας ως προς την επιβολή του μέτρου της απέλασης και της κράτησης, που έχει οδηγήσει τη χώρα στο στόχαστρο της Επιτροπής κατά των Βασανιστηρίων και της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στο πλαίσιο παρακολούθησης της συμμόρφωσης της Ελληνικής Κυβέρνησης με την απόφαση M.S.S. κατά Ελλάδας και Βελγίου νο. 30696/09 της 21-1-2011.

  • Στο πλαίσιο μάλιστα αυστηροποίησης της σχετικής νομοθεσίας, διατηρώντας παράλληλα τις ασάφειες και τις αρρυθμίες της, ο νομοθέτης προβαίνει σε επιμέρους τροποποιήσεις του ν. 3907/2011 και της σχετικής νομοθεσίας που διέπει το σύστημα απελάσεων/επιστροφών/επανεισδοχών, όσο και τις επιδόσεις απορριπτικών αποφάσεων αδειών διαμονής χωρίς να επιλύει ζητήματα που έχουν εμφανισθεί.

Ετσι, παρότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη παρατηρήσει[25] ότι κράτηση για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας στο σύστημα επιστροφών για τους σκοπούς της μεταναστευτικής νομοθεσίας είναι μη συμβατή με την Οδηγία Επιστροφών[26], με το άρθρο 3 του προτεινόμενου νομοσχεδίου διατηρείται η σχετική πρόβλεψη.

Παρά δε το ότι εκκρεμεί στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αίτηση ακύρωσης του Υπουργού κατά απόφασης Επιτροπής Προσφυγών, η οποία έκρινε ότι δεν είναι δυνατή έκδοση απόφασης επιστροφής κατά τη διάρκεια ισχύος της προθεσμίας υποβολής αίτησης συνέχισης της διαδικασίας, λόγω παραβίασης της αρχής μη επαναπροώθησης, το προτεινόμενο νομοσχέδιο με το άρθρο 2 σπεύδει να προδικάσει το αποτέλεσμα της δίκης και να συμπεριλάβει την έκδοση τέτοιας απόφασης ως υποχρέωση των αρμοδίων αρχών.

Μειώνονται επίσης οι προθεσμίες της οικειοθελούς αναχώρησης και της παράτασης αυτής με τα άρθρα 3 και 7 του προτεινόμενου νομοσχεδίου, όπως επίσης και οι προθεσμίες υποβολής αιτήσεων θεραπείας κατά των αποφάσεων απόρριψης αιτήσεων αδειών διαμονής με τα άρθρα 8 και 13 του προτεινόμενου νομοσχεδίου.

Είναι δε ολότελα χαρακτηριστική και η πρόβλεψη με την παράγραφο 2 του άρθρου 39 του προτεινόμενου νομοσχεδίου περί κατάργησης της παρ. 5 του άρθρου 10 του ν. 4251/2014, περί χορήγησης στους ενδιαφερόμενους αντιγράφου της απόφασης απόρριψης ή ανάκλησης άδειας διαμονής μετά την παρέλευση της προθεσμίας επίδοσης. Η διάταξη είχε προστεθεί ενόψει της πρακτικής μη χορήγησης από τις αρμόδιες αρχές αντιγράφου της απορριπτικής απόφασης, με επίκληση της απαγόρευσης παροχής υπηρεσιών σε πολίτες τρίτων χωρών, στερούμενων νομιμοποιητικών εγγράφων διαμονής. Η εν λόγω πρακτική ήταν απολύτως έκνομη ως αντίθετη στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας, το οποίο επιχειρούσε να πλήξει, αλλά και σε σειρά άλλων νομοθετικών προβλέψεων[27] και παρόλα αυτά επιχειρείται να επαναφερθεί με την προτεινόμενη πρόβλεψη.

  • Πιο σημαντική όμως είναι η άρνηση ρύθμισης του ζητήματος της κράτησης αλλοδαπών σε αστυνομικά κρατητήρια προς εκτέλεση αποφάσεων απέλασης και επιστροφής, η οποία έχει καταστεί αντικείμενο εκθέσεων από την Επιτροπή κατά των Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης[28], όσο και διαρκής πηγή παραβιάσεων που διαπιστώνονται ως προς τις συνθήκες κράτησης που επικρατούν στα αστυνομικά κρατητήρια από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και οι οποίες πλέον αντιμετωπίζονται ως συστημική παραβίαση που η συμμόρφωση της Ελληνικής Κυβέρνησης προς αυτές είναι υπό καθεστώς αναβαθμισμένης επιτήρησης από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης[29]. Αντίθετα με το άρθρο 32 του προτεινόμενου νομοσχεδίου, παρότι τροποποιείται το άρθρο 81 του ν. 3386/2005, συνεχίζει να προβλέπει ως βασικό τρόπο εφαρμογής την κράτηση στις αστυνομικές αρχές.

Στο ίδιο πλαίσιο είναι ενδεικτική και η σημειολογική περισσότερο μετονομασία των Περιφερειακών Υπηρεσιών της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης, με το άρθρο 26 του προτεινόμενου νομοσχεδίου από ανοικτές σε ελεγχόμενες δομές (που μάλλον αφορούν τις δομές υποδοχής της ενδοχώρας), που υποδηλώνει ως πρόθεση, αυτό που παρατηρείται στην πράξη, ήτοι την αύξηση της χρήσης όσο και της διάρκειας της κράτησης[30].

Ολοκληρωτική κατάργηση αδείας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους

Πέρα όμως από όλα τα παραπάνω, το περισσότερο ανησυχητικό είναι οι προβλέψεις περί ολοκληρωτικής κατάργησης κάθε ψήγματος της νομοθεσίας περί χορήγησης αδείας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, όσο και οποιουδήποτε άλλου καθεστώτος, ισοδύναμου ή και υποδεέστερου αυτού, όπως του καθεστώτος αναβολής απομάκρυνσης, που είχε προβλεφθεί με τα άρθρα 68 και 104 του ν. 4636/2019.

Όπως έχουμε ήδη αναλύσει προηγούμενα[31] οι σχετικές προβλέψεις της νομοθεσίας περί δυνατότητας χορήγησης αδείας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους[32] επιβάλλονται με βάση υποχρεώσεις διεθνών Συμβάσεων, που αφορούν κυρίως την τήρηση της αρχής μη επαναπροώθησης, σε όσους δεν πληρούν τις προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος πρόσφυγα με βάση τη Σύμβαση της Γενεύης για τη νομική κατάσταση των προσφύγων (ή επικουρικής προστασίας με βάση το ενωσιακό δίκαιο), καθώς και την υποχρέωση λήψης υπόψη κατά την εφαρμογή διαδικασιών επιστροφής, σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ:

α) των βέλτιστων συμφερόντων του παιδιού,

β) της προστασίας της οικογενειακής ζωής,

γ) της κατάστασης της υγείας του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας, πέρα από την υποχρέωση τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης.

Με βάση τα ανωτέρω η Οδηγία Επιστροφής 2008/115/ΕΚ (άρθρο 6 παρ. 4 αυτής) προβλέπει ότι: «Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν, ανά πάσα στιγμή, να χορηγήσουν αυτόνομη άδεια διαμονής ή άλλη άδεια που παρέχει δικαίωμα παραμονής για λόγους φιλευσπλαχνίας, ανθρωπιστικούς ή άλλους λόγους, σε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει παράνομα στο έδαφός τους.»

Σε συμμόρφωση με αυτές τις προβλέψεις είχαν διαμορφωθεί και οι προβλέψεις της ελληνικής νομοθεσίας, κυρίως των άρθρων 19 και 19Α του ν. 4251/2014 περί χορήγησης αδειών διαμονής για εξαιρετικούς ή ανθρωπιστικούς λόγους, όσο και η δυνατότητα παραπομπής για εξέταση χορήγησης αδειών διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους από τις επιτροπές προσφυγών, σε περίπτωση οριστικής απόρριψης αίτησης διεθνούς προστασίας, μια διαδικασία εδραιωμένη τουλάχιστον από το άρθρο 8 του πδ 61/1999 που την προέβλεψε αρχικά. Όπως δε έχει αναλυθεί προηγούμενα, η πρώτη σχετική πρόβλεψη της νομοθεσίας ανάγεται στο άρθρο 25 παρ. 4 του ν. 1975/1991, που εφαρμοζόταν μάλιστα ακόμη και σε περιπτώσεις κατ΄ αναλογία δικαίου.

Με την περίπτωση ε’ του άρθρου 61 του ν. 4686/2020 καταργήθηκε και μάλιστα αναδρομικά από 1-1-2020, το άρθρο 67 του ν. 4375/2016, που ήταν η τελευταία ισχύουσα δυνατότητα παραπομπής από τις Επιτροπές Προσφυγών στις αρχές χορήγησης αδειών διαμονής με βάση τον Κώδικα Μετανάστευσης, σύμφωνα με την περίπτωση στ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 19Α του ν. 4251/2014. Η ως άνω κατάργηση άφησε ένα ατελές καθεστώς[33], όπου οι λόγοι που κωλύουν την επιστροφή αιτούντος διεθνή προστασία του οποίου η αίτηση απορρίφθηκε είτε σε πρώτο είτε σε δεύτερο βαθμό, εξετάζονταν από τις αρμόδιες αρχές (Υπηρεσία Ασύλου ή Επιτροπές Προσφυγών) στο πλαίσιο της δυνατότητας χορήγησης καθεστώτος υπό αναβολή απομάκρυνσης σύμφωνα με τα άρθρα 68 παρ. 3 και 104 παρ. 4 του ν. 4636/2019.

Ηδη ο νομοθέτης με το άρθρο 39 του προτεινόμενου νομοσχεδίου καταργεί κάθε υφιστάμενη διάταξη της νομοθεσίας[34] που προβλέπει χορήγηση αδείας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους που σχετίζεται με την πρόβλεψη του άρθρου 6 παρ. 4 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ για ανά πάσα στιγμή εξέταση της ανάγκης χορήγησης αδείας διαμονής.

Επισημαίνεται ότι και στην Ιταλία ο νόμος 113/2018[35] είχε καταργήσει την κατηγορία αδειών διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, που ήταν κατά πολύ ευρύτερη της ελληνικής νομοθεσίας, διατηρώντας όμως τη δυνατότητα έκδοσης αδειών διαμονής για ειδικούς λόγους (ιατρικής θεραπείας, ειδικών λόγων αστικής κατάστασης και φυσικών καταστροφών), ενώ με τους μετέπειτα νόμους 130/2020 και 173/2020, σε συμμόρφωση με συνταγματικές και διεθνείς υποχρεώσεις της Ιταλίας, επανεισήχθη κατά το στάδιο εξέτασης έκδοσης απόφασης επιστροφής ή απομάκρυνσης από τη χώρα, η δυνατότητα έκδοσης αδείας διαμονής όχι μόνο προς τήρηση της αρχής μη επαναπροώθησης, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη προστασίας ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, όσο και της ανάγκης προστασίας της υγείας[36].

Ο εγχώριος νομοθέτης, όμως, παράλληλα προτείνει την κατάργηση της πρόβλεψης των άρθρων 68 και 104 του ν. 4636/2019 περί δυνατότητας χορήγησης καθεστώτος αναβολής απομάκρυνσης από τις αποφαινόμενες αρχές μετά την απόρριψη αιτήματος διεθνούς προστασίας, έτσι ώστε να μην υπάρχει το οποιοδήποτε ψήγμα προστασίας όποιου απορρίπτεται αίτηση διεθνούς προστασίας. Σε συνδυασμό με τις πρόσφατες ρυθμίσεις περί ασφαλών χωρών, που αναφέρθηκαν στην αρχή, με το προτεινόμενο νομοσχέδιο η χώρα θα αποκτήσει και πάλι σημαντικό αριθμό πολιτών τρίτων χωρών στερούμενων νομιμοποιητικών εγγράφων.

Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ούτε οι ασυνόδευτοι ανήλικοι εξαιρούνται από την εφαρμογή των προτεινόμενων διατάξεων, παρά τις παλαιότερες σχετικές προτάσεις της Συνηγόρου του Παιδιού[37] και τη διεθνή πρακτική, ενώ με το άρθρο 17 του προτεινόμενου νομοσχεδίου προβλέπεται μόνο η διατήρηση του Προσωρινού Αριθμού Ασφάλισης και Υγειονομικής Περίθαλψης Αλλοδαπού έως την ενηλικίωση ή την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής, η οποία ουδόλως κωλύεται.

Ετσι, κατ’ αυτό τον τρόπο, ο νομοθέτης παραβλέπει ότι με βάση την Οδηγία 2008/115/ΕΚ τα Κράτη μέλη της ΕΕ είναι υποχρεωμένα όπως είτε κινούν διαδικασίες επιστροφής, είτε κινούν διαδικασίες τακτοποίησης του καθεστώτος διαμονής πολιτών τρίτων χωρών, έτσι ώστε να αποφευχθούν οι γκρίζες ζώνες παραμονής πολιτών τρίτων χωρών[38].

Ανομολόγητες προθέσεις του νομοθέτη

Γράφαμε πριν περίπου ένα χρόνο ότι «Ο υποβιβασμός μιας πρόβλεψης της οικείας νομοθεσίας σε ένα καθεστώς, όπως αυτό της αναβολής απομάκρυνσης, το οποίο, όπως τουλάχιστον έχει εφαρμοσθεί έως σήμερα, είναι αμφίβολο, αβέβαιο και υπολειπόμενο του αναγκαίου προστατευτικού πλαισίου, δεν προάγει την ως άνω αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου και συντελεί στην εκ νέου δημιουργία γκρίζων ζωνών, εντός των οποίων, θεμελιώδη δικαιώματα, όπως αυτό της ελευθερίας του προσώπου, αλλά ενίοτε και της προστασίας της υγείας και της ίδιας της ζωής (μέσω της στέρησης αναγκαίων μέσων επιβίωσης) τίθενται σε κίνδυνο» και ότι παρέμενε ζητούμενο «η αντιμετώπιση του φαινομένου της ύπαρξης μεταναστών χωρίς χαρτιά στην Ελλάδα η οποία απαιτεί μια συνολικότερη νομοθετική ρύθμιση, που θα επικαιροποιεί, μεταξύ άλλων, και τις ρυθμίσεις του ν. 3907/2011, για όσες περιπτώσεις είναι αδύνατη η απομάκρυνση πολίτη τρίτης χώρας και θα τις συναρμόζει με το σύστημα χορήγησης αδειών διαμονής, έτσι ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα παραμονής πολιτών τρίτων χωρών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα»[39].

Ηδη με το προτεινόμενο νομοσχέδιο οι γκρίζες ζώνες καθίστανται μάλλον επιδίωξη του νομοθέτη, υπάγοντας τους πολίτες τρίτων χωρών που δεν κατορθώνουν να τακτοποιήσουν την διαμονή τους στη χώρα στην αυθαιρεσία των αστυνομικών αρχών, που πλέον, μετά και την αυστηροποίηση της νομοθεσίας, ιδίως με το ν. 4686/2020, καθίστανται μόνες αρμόδιες, χωρίς παρεμβολή οποιουδήποτε άλλου διοικητικού ελέγχου, για την εφαρμογή διαδικασιών απέλασης/επιστροφής/επανεισδοχής/κράτησης.

Διερωτάται έτσι κανείς αν ο νομοθέτης επιθυμεί ή όχι να εξέλθει η χώρα από το καθεστώς επιτήρησης που έχει επιβληθεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης σε σχέση με τη συμμόρφωσή της με τις Συμβάσεις προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου ή εν τέλει επιθυμεί να διαιωνισθεί το καθεστώς της απόφασης MSS, δηλαδή να παραμένει ο αποδιοπομπαίος τράγος ως προς την εφαρμογή των συνταγματικών και διεθνών υποχρεώσεων της χώρας έναντι των αλλοδαπών.

Βασίλειος Στ. Παπαδόπουλος

Πρόεδρος ΔΣ Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες

[1] ΚΥΑ 42799 ΦΕΚ Β2425/7-6-2021

[2] ΚΥΑ 778 ΦΕΚ 317/29-1-2021

[3] ν.3030/2002 (ΦΕΚ Α΄-163/15-07-2002)

[4] Συμφωνία Επανεισδοχής Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας της 16 Δεκεμβρίου 2013 που τέθηκε σε ισχύ ως προς πολίτες τρίτων χωρών από 1-6-2016. Σημειώνεται ότι η Κοινή Δήλωση Ε.Ε.-Τουρκίας της 18ης Μαρτίου 2016 δεν προσφέρει κάποια ιδιαίτερη νομική βάση επανεισδοχής, αλλά αποτελεί ίσως άτυπη διεθνή συμφωνία εφαρμογής των ανωτέρω συμφωνιών για τους εισερχόμενους στα Ελληνικά νησιά από την Τουρκία μετά τις 20-3-2016.

[5] Σύμφωνα με την περίπτωση α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του ν. 3907/2011.

[6] Πέρα από τις νομοτεχνικές ατέλειες, όπως π.χ. την πρόβλεψη περί δικαστικής απέλασης, η οποία έχει καταργηθεί με το νέο Ποινικό Κώδικα.

[7] Στις περιπτώσεις απαγόρευσης εισόδου, καθώς και σε όσους συλλαμβάνονται ή παρακολουθούνται από τις αρμόδιες αρχές σε σχέση με παράνομη χερσαία, θαλάσσια ή εναέρια διέλευση των εξωτερικών συνόρων κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 2 του Κώδικα Συνόρων Σένγκεν, στους οποίους δεν έχει χορηγηθεί στη συνέχεια άδεια ή δικαίωμα να παραμείνουν στη χώρα, όσο και σε όσους υπόκεινται σε διαδικασίες έκδοσης ή απολαύουν του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας (κυρίως πολίτες ΕΕ)

[8] ΔΕΕ Εl Dridi C-61/11, της 28-4-2011

[9] Ακόμη και χρηματικών στην περίπτωση που επιβάλλονται αντί επιστροφής ΔΕΕ Samir Zaimoune C-38/14 της 23-4-2015

[10] ΔΕΕ Achughbabian C-329/11 της 6-12-2011

[11] ΔΕΕ Skerdan Celaj C-290/14, της 1-10-2015, ΔΕΕ JZ C-806/18 της 17-9-2020

[12] Κώδικας Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ενταξης (ν. 4251/2014), σε συνδυασμό με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/399 σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) και ως προς την έκδοση θεωρήσεων εισόδου με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 810/2009 για τη θέσπιση κοινοτικού κώδικα θεωρήσεων

[13] ΕΔΔΑ (μείζονα σύνθεση) F.G. κατά Σουηδίας, νο. 43611/2011 της 23-3-2016, παρ. 110-111

[14] Την ως άνω απαγόρευση προβλέπουν και οι διατάξεις του άρθρου 3 της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων (κυρωθείσα με το ν. 1782/1988) και του άρθρου 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα (κυρωθέν με το ν. 2462/1997).

[15] Με βάση το σχετικό δευτερογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης που αφορά τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση καθεστώτος διεθνούς προστασίας (άρθρο 9 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ) υφίσταται δικαίωμα παραμονής έως την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας τουλάχιστον κατά τον πρώτο βαθμό εξέτασης ενώ η άσκηση προσφυγής κατά τυχόν απορριπτικής αποφάσεως έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα (άρθρα 46 οδηγίας 2013/32/ΕΕ, – άρθρο 46 ν. 4375/2016, ήδη άρθρο 104 ν. 4636/2019, όπως ισχύει)

[16] Η ως άνω διάταξη του άρθρου 78A του ν. 3386/2005, η οποία τηρήθηκε αρχικά, τέθηκε στη συνέχεια σε αχρησία, ιδίως κατά τη διαδικασία διαχείρισης παράτυπων αλλοδαπών στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης του Ανατολικού Αιγαίου, στο πλαίσιο υλοποίησης της Κοινής Δήλωσης ΕΕ – Τουρκίας της 18-3-2016, καθώς σύμφωνα με το αρ. πρωτ. 1604/16/1195968/18-6-2016 έγγραφο της του Προϊστάμενου κλάδου Αλλοδαπών και Προστασίας Συνόρων της Ελληνικής Αστυνομίας, «επουδενί δεν θα εκδίδεται πλέον το έντυπο «Βεβαίωση περί μη απομάκρυνσης για λόγους ανθρωπιστικούς» καθότι σύμφωνα με την Κοινή Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας της 18ης Μαρτίου 2016 όλοι οι νεοεισερχόμενοι παράτυποι αλλοδαποί υπόκεινται σε διαδικασία επανεισδοχής (εκτός και αν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις που τους εξαιρούν οριστικά η προσωρινά από τη διαδικασία)».

[17] Η τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις έκδοσης απόφασης επιστροφής, σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 24 του ν. 3907/2011.

[18] Αντίθετα αποτελεί υποχρέωση της χώρας η τυπική καταγραφή και εξέτασή της σύμφωνα με το άρθρο 65 ν. 4636/2019, όπως ισχύει (άρθρα 6 και 7 Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).

[19] Περισσότερα για το θέμα σε παρατηρήσεις του γράφοντος στην υπ΄ αριθμ. ΑΡ414/2019 απόφαση Προέδρου Πρωτοδικών Πειραιά δημοσιευθείσες σε ΔιΔικ 2020 σ. 337 επ.

[20] Αρθρο 3 Οδηγίας 2013/33/ΕΕ

[21] Αρθρο 6 Οδηγίας 2013/32/ΕΕ

[22] Επαναλαμβάνοντας διατάξεις των άρθρων 7 του ν. 3907/2011 και 9 ν. 4375/2016.

[23] Οπου είναι συχνότερη η προηγούμενη εφαρμογή της διαδικασίας της απέλασης και κράτησης από τις επιλαμβανόμενες λιμενικές και αστυνομικές αρχές και η παραπομπή αυτών στα Προαναχωρησιακά Κέντρα Κράτησης (ή ακόμη και αστυνομικά κρατητήρια), αντί για τα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης, στα οποία είτε παραπέμπονται σε επόμενο στάδιο (εφόσον έχει προηγηθεί κράτηση προς απέλαση) βλ. Refugee Support Aegean Διοικητική κράτηση Μια μαύρη τρύπα δικαιωμάτων 22-6-2021, Έκθεση του ΕΣΠ για την διοικητική κράτηση στην Ελλάδα το 2018

[24] Μια πρακτική που μάλλον ήταν ο κανόνας έως την εφαρμογή του ν. 4375/2016.

[25] Αλ. Κωνσταντίνου Κράτηση αιτούντων άσυλο μετά το ν. 4375/2016 ΕΜΕΔ σ. 51, Σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 1-10-2015 για την καθιέρωση «Κοινού εγχειριδίου περί επιστροφής», σελ. 91

[26] Ετσι και ΔΕΕ Kadzoev, C-357/09, της σ.30-11-2009, σ. 70

[27] Όπως των διατάξεων περί δικαιώματος πρόσβασης σε διοικητικά έγγραφα του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας αλλά ακόμη και των διατάξεων περί Προστασίας προσωπικών δεδομένων, που επιτρέπουν στο υποκείμενο των δεδομένων την ακώλυτη πρόσβαση σε αυτά.

[28] Βλ. ενδεικτικά την τελευταία έκθεση της Επιτροπής κατά των Βασανιστηρίων (CPT) μετά ad hoc επίσκεψη στην Ελλάδα από 13 έως 17-3-2020, που ανακοινώθηκε στις 19-11-2020.

[29] Στο πλαίσιο παρακολούθησης της συμμόρφωσης της Ελληνικής Κυβέρνησης με την απόφαση M.S.S. κατά Ελλάδας και Βελγίου νο. 30696/09 της 21-1-2011

[30] Βλ. ακόμη και των αναγνωρισμένων προσφύγων βλ. Εκθεση για την κατάσταση του Ασύλου (AIDA) στην Ελλάδα το 2020 στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες και τους Εξόριστους (ECRE), σ. 194 επ., Refugee Support Aegean Διοικητική κράτηση: Μία μαύρη τρύπα δικαιωμάτων 22-6-2021, Δελτίο τύπου ΕΣΠ από 29-3-2021 Επείγουσα ανάγκη αναθεώρησης των εφαρμοζόμενων πρακτικών διοικητικής κράτησης αιτούντων άσυλο και μεταναστών

[31] Βλ. άρθρο του γράφοντος «Αδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους (Ευχέρεια ή υποχρέωση της Πολιτείας)» δημοσιευθέν τον Απρίλιο του 2020 στον ιστότοπο Immigration.gr και στον ιστότοπο Gcr.gr του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες

[32] περ. στ’ παραγράφου 1 άρθρου 19Α του ν. 4251/2014

[33] Όπως αναλύσαμε στο άρθρο «Αδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους (Ευχέρεια ή υποχρέωση της Πολιτείας)» του Απριλίου 2020

[34] Τη βασική διάταξη της περ. στ’ του άρθρου 19Α του ν. 4251/2014, καθώς και τις μεταβατικές ρυθμίσεις του άρθρου 22 ν. 4375/2016, περί χορήγησης αδειών διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους σε όσους εκκρεμούσε η εξέταση αιτήματος διεθνούς προστασίας πέραν της 5ετίας, όσο και των παρ. 47 και 48 του άρθρου 8 του ν. 4332/2015, περί ανανέωσης και επανεξέτασης των αδειών διαμονής που είχαν χορηγηθεί ή ανανεωθεί σύμφωνα με το άρθρο 28 του π.δ. 114/2010.

[35] Γνωστός ως νόμος Σαλβίνι

[36] Βλ. Εκθεση για την κατάσταση του Ασύλου (AIDA) στην Ιταλία το 2020 στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες και τους Εξόριστους (ECRE), σ. 170.

[37] Βλ. σχετική σύσταση σε Ειδική Εκθεση του Συνηγόρου του Παιδιού και της UNICEF για τα δικαιώματα των παιδιών που μετακινούνται 2018 σελ. 166 https://www.synigoros.gr/?i=childrens-rights.el.epanapatrismos.577323

[38] Βλ. Απάντηση Επιτρόπου Malmstrom για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο Κοινοβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης από 7-4-2010 https://www.europarl.europa.eu/sides/getAllAnswers.do?reference=P-2010-1687&language=EN

[39] Παρατηρήσεις Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στο σχέδιο νόμου ΥΜΕΠΟ από 7-5-2018 ο.π. υποσημ. 11 σελ. 22.

el
E-mail: gcr1@gcr.gr
Τηλέφωνο: +30 231 0250045 ,+30 2311 821677
Μετάβαση στο περιεχόμενο