5/6/2012
Κείμενο για την εκστρατεία “Και ένα θύμα ρατσιστικής βίας είναι πολύ”. Του Πάνου Χριστοδούλου.
«Χτες ήρθαν πάλι. Είπαν κάτι βρισιές στη γλώσσα τους και διάφορα άλλα που δεν τα κατάλαβα. Μόνο το «μαλάκα» κατάλαβα. Ο Ν, που έχει μάθει λίγο τη γλώσσα τους, είπε ότι μας αποκάλεσαν και «γουρούνια». Κάποιοι από αυτούς με έφτυσαν στη μούρη. Ήταν πολλοί, αλλιώς θα τους κανόνιζα. Κάτι τέτοιους εγώ τους έσπαγα το κεφάλι. Αλλά τώρα ήταν πολλοί. Προφανώς θέλουν να φύγουμε από εδώ, έτσι κατάλαβε ο Ν. ότι φώναζαν. Κι εγώ θα θελα να φύγω από εδώ! Νομίζετε ότι ήθελα να έρθω στην κωλοχώρα σας, που μας το παίζετε και Ευρωπαίοι; Άσε που και την Ευρώπη εγώ την έχω χεσμένη!
Θα μου πεις, η Γερμανία που θες να πας δεν είναι Ευρώπη; Τουλάχιστον εκεί υπάρχουν δουλειές, γι” αυτό θέλω να πάω. Θα έβρισκα εκεί μία, άλλωστε ξέρω και 5 λέξεις από τη γλώσσα, από τα βιβλία που μου έδιναν παλιά να διαβάζω στις συγκεντρώσεις μας. Όμως ο λαθρέμπορος με παράτησε εδώ γιατί δεν είχα αρκετά χρήματα. Που να τα βρω ρε καθίκι! Αν είχα περισσότερα χρήματα και διαβατήριο με βίζα, δεν θα σε χρειαζόμουν! Αλλά βλέπεις μας ζητούν και βίζα για να ταξιδέψουμε. Επίσης, αν ήταν τα πράγματα ήρεμα στην πατρίδα μου, δεν θα έφευγα. Αλλά ας όψεται η κρίση που τα διέλυσε όλα στη χώρα μου. Δεν υπήρχαν δουλειές, δεν τα βρήκαν και οι πολιτικοί μεταξύ τους και τότε ξεκίνησαν οι συγκρούσεις. Τι να έκανα; Να έμενα να πεθάνω από τον εμφύλιο ή από τη φτώχεια;
Έτσι κατέληξα εδώ, που υπό άλλες συνθήκες δεν θα ερχόμουν ούτε για πλάκα. Αλλά εσείς νομίζετε ότι ήρθα για να κατακτήσω την πατρίδα σας, να σας κλέψω και να σας σκοτώσω. Τι να κατακτήσω ρε, από αυτό το απαίσιο μέρος, που δεν συγκρίνεται ούτε με το μικρό δακτυλάκι της ένδοξης χώρας μου; Και τι να κλέψω; Εγώ δεν είμαι κλέφτης. Δουλειά θέλω. Ούτε δολοφόνος είμαι. Ναι, αυτός που σκότωσε εκείνο τον παππού, για να του πάρει το πορτοφόλι (έτσι τουλάχιστον είπαν οι ειδήσεις), είναι από τη χώρα μου. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε όλοι δολοφόνοι.
Πάντως εγώ δεν ήθελα μπελάδες, αλλά εσείς δεν με αφήνετε σε ησυχία. Ακόμη και το ζώο, όταν το κυνηγάς όπου το βρεις, θα αντιδράσει και στο τέλος θα δαγκώσει. Κι εσείς με κυνηγάτε συνέχεια ουρλιάζοντας «έξω οι ξένοι». Να, τις προάλλες μας βάλατε φωτιά σε εκείνο το εγκαταλελειμμένο σπίτι, που βρήκαμε με τον Ν να μείνουμε. Στο τσακ δεν καήκαμε ζωντανοί!
Ο Ν λέει ότι εδώ, σε αυτόν τον ξένο τόπο πληρώνουμε αμαρτίες του παρελθόντος. Αυτά που ζούμε τώρα, του θυμίζουν εκείνο το βράδυ του 2012, που ήμασταν ακόμη στην πατρίδα. Είχαμε κατέβει με τα άλλα παιδιά στην Πειραϊκή Πατραϊκή, να διώξουμε τους λαθρομετανάστες από τη χώρα μας, από την Ελλάδα μας. Δεν το θυμάμαι. Δεν θέλω να θυμάμαι τίποτα. Θέλω μόνο ένα πιάτο φαϊ, ένα μέρος να κοιμηθώ και να μην φοβάμαι.
Σόφια, Βουλγαρία, 1 Ιουνίου 2020»
*Το κείμενο βρίσκεται αναρτημένο και στο site “1 against racism”