Με αφορμή το τραγικό ναυάγιο στην Πύλο, ακολουθεί μία σύντομη ανάλυση των σχετικών κανόνων του διεθνούς δικαίου που διέπουν τη διάσωση και την προστασία της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα.
Ως προς την εφαρμογή του δίκαιου της θάλασσας
Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 (UNCLOS)[1] ένα παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχία στα χωρικά του ύδατα, που δεν μπορούν να εκτείνονται πέραν των 12 ναυτικών μιλίων από τις ακτές του. Η κυριαρχία όμως αυτή δεν είναι απεριόριστη και ασκείται σύμφωνα με τη Σύμβαση και τους άλλους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Περιορισμένα δε δικαιώματα, με βάση την ίδια Σύμβαση, διατηρεί και εντός της συνορεύουσας ζώνης (contiguous zone) (η οποία εκτείνεται έως 24 ναυτικά μίλια από τις ακτές του).
Πέραν των χωρικών υδάτων, οι λοιπές θαλάσσιες ζώνες ανήκουν στα διεθνή ύδατα, όπου όλα τα πλοία οποιασδήποτε χώρας του κόσμου έχουν δικαίωμα ελεύθερης ναυσιπλοϊας. Στην διεθνή αυτή ζώνη, η δικαιοδοσία καθορίζεται από τη σημαία του πλοίου[2]. Σε σχέση με τα πλοία που δεν φέρουν σημαία, που είναι συνήθως η περίπτωση των πλοιαρίων ή βαρκών των μεταναστών, κάθε παράκτιο κράτος διατηρεί το δικαίωμα νηοψίας[3], ακόμη και με επιβίβαση και έρευνα σε αυτό, πλην όμως, πέραν αυτού, δεν υφίσταται άλλο δικαίωμα σε σχέση με την παρεμπόδιση της ελεύθερης ναυσιπλοϊας[4].
Σχετικές επίσης είναι και οι διατάξεις του Πρωτοκόλλου ενάντια στη Λαθραία Διακίνηση Μεταναστών δια Ξηράς, Αέρος ή Θαλάσσης (Συμπληρωματικού στη Σύμβαση για την καταπολέμηση του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος Παλέρμο 2000) που επιφυλάσσουν το δικαίωμα της νηοψίας και λήψης κατάλληλων μέτρων επί πλοίων άλλων κρατών ή άνευ σημαίας για την πρόληψη της παράνομης διακίνησης προσώπων. Σύμφωνα τις σχετικές διατάξεις του Πρωτοκόλλου, εφόσον ένα Κράτος έχει σοβαρές υποψίες ότι ένα σκάφος εμπλέκεται σε παράνομη διακίνηση μεταναστών με σκοπό την απόκτηση, άμεσα ή έμμεσα, οικονομικού ή άλλου οφέλους (Άρθρο 3), και δεν φέρει σημαία, το Κράτος μπορεί να σταματήσει το εν λόγω σκάφος, και να διενεργήσει επιβίβαση και έρευνα επί αυτού, μεριμνώντας για την ασφάλεια των επιβατών (Άρθρο 8 και 9). Σε περίπτωση που οι υποψίες επιβεβαιωθούν, εφαρμόζει τα οικεία μέτρα, στα οποία συγκαταλέγονται η αρωγή και προστασία των θυμάτων.
Είναι συχνό όμως το φαινόμενο οι βάρκες ή τα πλοιάρια στα οποία επιβιβάζονται μετανάστες να είναι μη αξιόπλοα. Ανακύπτουν έτσι ζητήματα έρευνας και διάσωσης πλεούμενων σε κατάσταση κινδύνου (distress)[5].
To άρθρο 98 της UNCLOS, αλλά και το διεθνές εθιμικό δίκαιο προβλέπει την υποχρέωση παροχής βοήθειας σε άλλο πλοίο ή άνθρωπο που κινδυνεύει στη θάλασσα.
Οι κανόνες διάσωσης στη θάλασσα εξειδικεύονται περαιτέρω από τη Διεθνή Σύμβαση για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα (SOLAS)[6] και τη Διεθνή Σύμβαση για τη Ναυτική Έρευνα και Διάσωση (SAR)[7], όπως αυτή ισχύει με τις τροποποιήσεις του τεχνικού παραρτήματός της από την Επιτροπή Ασφάλειας του Διεθνούς Οργανισμού Ναυσιπλοϊας (ΙΜΟ), καθώς και τις Οδηγίες για τη Μεταχείριση των Διασωθέντων στη Θάλασσα του ίδιου Οργανισμού (IMO Guidelines).
Σύμφωνα έτσι με τις διατάξεις των άνω Συμβάσεων, τα Κράτη μπορούν να απαιτούν από τα παραπλέοντα σκάφη να παρέχουν βοήθεια σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο βρίσκεται στη θάλασσα με κίνδυνο να χαθεί και να προστρέξουν άμεσα προς διάσωση των προσώπων σε κατάσταση κινδύνου (distress)[8].
Ο πλοίαρχος οφείλει να πλεύσει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ταχύτητα εφόσον έχει πληροφορηθεί ότι χρειάζονται βοήθεια και να παρέχει βοήθεια που μπορεί λογικά να αναμένεται από αυτόν, καθώς δεν απαιτείται να εκθέσει σε κίνδυνο το σκάφος, το πλήρωμά του ή τους επιβάτες.
Φάση Κινδύνου (distress)
Ως φάση κινδύνου, ορίζεται ως η κατάσταση εκείνη κατά την οποία υπάρχει εύλογη βεβαιότητα ότι ένα πρόσωπο, πλοίο ή άλλο σκάφος απειλείται από σοβαρό και επικείμενο κίνδυνο και χρειάζεται άμεση βοήθεια[9]. Ετσι, κατάσταση κινδύνου δεν συνεπάγεται μόνο ο άμεσος και ανυπέρθετος κίνδυνος στον οποίο βρίσκεται ένα σκάφος, αλλά και η πιθανότητα επέλευσης ζημιάς, έτσι ώστε και το μη αξιόπλοο ενός σκάφους να μπορεί να ενεργοποιήσει υποχρέωση έρευνας και διάσωσης. Η δε κρίση για το εάν ένα σκάφος κινδυνεύει, ανήκει στον πλοίαρχο παραπλέοντος σκάφους και τις υπηρεσίες συντονισμού έρευνας και διάσωσης και είναι αντικειμενική,[10] ήτοι δεν εξαρτάται από την έγκριση ή και ενδεχόμενη άρνηση των επιβατών να δεχθούν βοήθεια.
- Κανονισμός Θαλάσσιας Επιτήρησης που αφορά διασώσεις στο πλαίσιο επιχειρήσεων που συντονίζονται από τον FRONTEX περιέχει επίσης συναφείς προβλέψεις ως προς την έννοια της φάσης αβεβαιότητας, συναγερμού και κινδύνου που προβλέπουν οι διεθνείς συμβάσεις, ενώ στο άρθρο 9 εξειδικεύει τα κριτήρια διαπίστωσης των σχετικών φάσεων, λαμβάνοντας υπόψη και διαβιβάζοντας όλες τις σχετικές πληροφορίες και παρατηρήσεις στο αρμόδιο κέντρο συντονισμού διάσωσης, περιλαμβανομένων και πληροφοριών σχετικά με:
i)την ύπαρξη αιτήματος συνδρομής, μολονότι το αίτημα δεν αποτελεί τον μοναδικό παράγοντα απόφασης ότι υφίσταται κατάσταση κινδύνου,
ii)το αξιόπλοο του σκάφους και την πιθανότητα το σκάφος να μη φθάσει στον τελικό του προορισμό,
iii)τον αριθμό των επιβαινόντων σε συνάρτηση με τον τύπο και την κατάσταση του σκάφους,
iv)την ύπαρξη επαρκών εφοδίων όπως καυσίμων, νερού και τροφίμων μέχρι να φθάσει το πλοίο στην ξηρά,
v)την ύπαρξη καταρτισμένου πληρώματος και πλοιάρχου,
vi)την ύπαρξη και το δυναμικό του εξοπλισμού ασφαλείας, πλοήγησης και επικοινωνίας,
vii)την παρουσία επιβαινόντων που χρήζουν επείγουσας ιατρικής φροντίδας,
viii)την παρουσία αποβιωσάντων επί του σκάφους,
ix)την ύπαρξη εγκύων γυναικών ή παιδιών επί του σκάφους,
x)τις καιρικές συνθήκες και την κατάσταση της θάλασσας, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών προβλέψεων.
Ως προς δε τις ενέργειες των οργάνων του Οργανισμού στο ίδιο άρθρο του ίδιου Κανονισμού προβλέπεται ότι:
η)Όταν ένα σκάφος θεωρείται ότι βρίσκεται σε κατάσταση αβεβαιότητας, συναγερμού ή κινδύνου, αλλά οι επιβαίνοντες αρνούνται να δεχθούν συνδρομή, η συμμετέχουσα μονάδα ενημερώνει σχετικά το αρμόδιο κέντρο συντονισμού διάσωσης και ακολουθεί τις οδηγίες του. Η συμμετέχουσα μονάδα εξακολουθεί να εκπληρώνει το καθήκον επιμέλειας παρακολουθώντας το σκάφος και λαμβάνοντας κάθε μέτρο που κρίνεται απαραίτητο για την ασφάλεια των σχετικών προσώπων, απέχοντας συγχρόνως από κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να επιδεινώσει την κατάσταση ή να αυξήσει την πιθανότητα πρόκλησης σωματικής βλάβης ή απώλειας ζωής.
Συντονιστικά κέντρα έρευνας και διάσωσης
Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις, τα παράκτια κράτη έχουν την υποχρέωση (υποχρέωση δέουσας επιμέλειας – due diligence) να προωθήσουν την ίδρυση, λειτουργία και διατήρηση επαρκούς και αποτελεσματικής υπηρεσίας έρευνας και διάσωσης σαν μια μόνιμη δομή, για να εξασφαλίσουν ασφάλεια στη θάλασσα[11]. Σημειώνεται δε ότι η σχετική υποχρέωση επιβάλλεται ανεξάρτητα από την εθνικότητα ή την κατάσταση των προσώπων σε κίνδυνο, συμπεριλαμβάνοντας έτσι και μετανάστες χωρίς τις νόμιμες ταξιδιωτικές προϋποθέσεις[12].
Η υποχρέωση παροχής βοήθειας εφαρμόζεται με την ίδρυση Ζωνών Έρευνας και Διάσωσης και Συντονιστικών Κέντρων Έρευνας και Διάσωσης. Κάθε τέτοιο κέντρο, όπως και κάθε ζώνη έρευνας και διάσωσης καθορίζεται με συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών, καλύπτει το σύνολο των θαλάσσιων ζωνών[13] και στο μέτρο του δυνατού δεν αλληλοεπικαλύπτεται[14]. Ως υπηρεσίες έρευνας και διάσωσης ορίζονται η επίβλεψη της παροχής βοήθειας, η επικοινωνία, ο συντονισμός και η έρευνα και διάσωση των σκαφών και των επιβαινόντων σε κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένης παροχής ιατρικής υποστήριξης, κάθε αναγκαίας βοήθειας ή και εκκένωσης του σκάφους, με κάθε μέσο, ιδιωτικό ή και δημόσιο[15].
Ως διάσωση ορίζεται ως η συλλογή των ανθρώπων που κινδυνεύουν από τη θάλασσα και η μεταφορά τους σε ασφαλές σημείο.[16] Με την αποβίβαση σε ασφαλές σημείο, η επιχείρηση διάσωσης θεωρείται ότι έχει ολοκληρωθεί.
Ως ασφαλές σημείο νοείται το σημείο όπου: α) δεν απειλείται πλέον η ζωή των διασωθέντων, β) ικανοποιούνται οι βασικές τους ανάγκες (τροφή, ιατρικές ανάγκες) και γ) μπορεί να δρομολογηθεί η μεταφορά τους στον επόμενο ή τελικό προορισμό τους. Ασφαλές σημείο μπορεί να είναι η ξηρά, ή άλλο πλοίο ή άλλη εγκατάσταση στην οποία μπορούν οι διασωθέντες να αποβιβαστούν.[17]
Καμία όμως διάταξη από τις Συμβάσεις που προσδιορίζουν τις υποχρεώσεις των κρατών στη θάλασσα δεν ορίζει τον τόπο αποβίβασης των διασωθέντων, όπως επίσης δεν επιβάλλουν και την υποχρέωση αυτός να είναι λιμάνι τις επικράτειάς τους. Το σχετικό ζήτημα ερίζει και συμπλέκεται με ζητήματα προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ιδίως όταν τίθενται ισχυρισμοί προσβολής της αρχής μη επαναπροώθησης, η οποία επιφυλάσσεται συχνά από το ίδιο το κείμενο των συμβάσεων ή των διμερών συμφωνιών μεταξύ κρατών. Ως προς το σημείο αυτό όμως δεν θα επεκταθούμε περισσότερο, καθώς δεν αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση.
Όλες όμως οι ως άνω προβλέψεις επιβάλλουν υποχρεώσεις έρευνας και διάσωσης στο επίπεδο του διεθνούς δικαίου μεταξύ κρατών, που όμως δεν αντικρίζουν αυτονόητα αντίστοιχα δικαιώματα των ευρισκόμενων σε κίνδυνο, έτσι ώστε να δύνανται αυτές μόνες να στοιχειοθετήσουν ευθύνη των οποιωνδήποτε κρατικών αρχών έναντι των θυμάτων ενός ναυαγίου.
Το διεθνές δίκαιο των δικαιωμάτων του ανθρώπου
Στις περιπτώσεις όμως διάσωσης στη θάλασσα, εκτός από το δίκαιο της θάλασσας, εφαρμογή έχει και το διεθνές δίκαιο δικαιωμάτων του ανθρώπου, όσο βέβαια και το εσωτερικό δίκαιο του κράτους το οποίο φέρει τις σχετικές υποχρεώσεις με βάση τις διεθνείς συμβάσεις συντονισμού έρευνας και διάσωσης.
Το διεθνές δίκαιο δικαιωμάτων του ανθρώπου, προστατεύει το δικαίωμα στη ζωή, βάσει του οποίου τα Κράτη υποχρεούνται, μεταξύ άλλων, να υλοποιούν επιχειρήσεις διάσωσης ζωής στη θάλασσα, όταν ενημερώνονται για ανθρώπους ή πλοία που κινδυνεύουν και που βρίσκονται στη δικαιοδοσία τους (Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, Γενικό Σχόλιο 36). Πέραν βέβαια του δικαιώματος στη ζωή, δεδομένου ότι σκάφη σαν αυτό στην Πύλο μεταφέρουν πρόσωπα που επιθυμούν να υποβάλλουν αίτημα για διεθνή προστασία, παιδιά και άλλα ευάλωτα άτομα, πολλά ακόμα δικαιώματα ενδεχομένως έχουν εφαρμογή, που εκφεύγουν των ορίων του παρόντος σημειώματος.
Διεθνής δικαιοδοσία
Το κρίσιμο ερώτημα εδώ είναι αν υπέχει διεθνή δικαιοδοσία υπό την έννοια του διεθνούς δικαίου δικαιωμάτων του ανθρώπου, το Κράτος, στη ζώνη έρευνας και διάσωσης του οποίου λαμβάνει χώρα σχετικό περιστατικό με κατάσταση κινδύνου, καθώς, όπως και στην προκείμενη περίπτωση, αφορά διεθνή ύδατα.
Σύμφωνα με την έως σήμερα νομολογία των περισσοτέρων Περιφερειακών Διεθνών ή και Εθνικών Δικαστηρίων, η κυριαρχία είναι καταρχήν εδαφική[18]. Η κυριαρχία και συνακόλουθα και η ευθύνη ενός κράτους μπορεί να επεκταθεί στις περιπτώσεις όπου κρατικοί φορείς ή υπάλληλοί του ασκούν εξουσία (ιδίως φυσική) ή έλεγχο επί αλλοδαπών πολιτών επί ξένου εδάφους. Η σχετική ανάπτυξη της έννοιας έχει εμφανιστεί περιπτωσιολογικά περισσότερο, θεμελιώνοντας έτσι, εξωεδαφική δικαιοδοσία ενός κράτους είτε: α) στην περίπτωση άσκησης εξουσίας επί του ιδίου του προσώπου αλλοδαπών, ιδίως όταν αυτή ασκείται με κράτηση, σύλληψη ή περιορισμό[19], ή όπως σε περιπτώσεις αρπαγής πάνω σε ένα πρόσωπο,[20] επί ξένου εδάφους, είτε β) πάνω στην βάση άσκησης δημόσιας εξουσίας και αποτελεσματικού ελέγχου επί μιας εδαφικής περιοχής.[21]
Η επέκταση της έννοιας της εξωεδαφικής δικαιοδοσίας σε Ευρωπαϊκό πλαίσιο, επήλθε ιδίως μετά την απόφαση Hirsi Jamaa κατά Ιταλίας[22], όπου το ΕΔΔΑ δέχθηκε διεθνή δικαιοδοσία της Ιταλίας ως προς την απαγόρευση υποβολής σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση και συνακόλουθα της αρχής μη επαναπροώθησης στο πλαίσιο αυτό, σε περίπτωση ανάσχεσης πλοιαρίου στα διεθνή ύδατα που κατευθυνόταν από τη Λιβύη προς την Ιταλία και επιστροφής των επιβαινόντων στη Λιβύη, χωρίς να εξεταστούν τα αιτήματα διεθνούς προστασίας τους.
Ως προς το ζήτημα δε που μας απασχολεί, ως προς την ύπαρξη διεθνούς δικαιοδοσίας σε σχέση με διαδικασίες έρευνας και διάσωσης, η Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, σε αντίστοιχη περίπτωση με την επίμαχη, έχει κρίνει ότι δικαιοδοσία υφίσταται και στις περιπτώσεις που το σκάφος βρίσκεται εντός της ζώνης έρευνας και διάσωσης μιας χώρας και το συγκεκριμένο Κράτος (εν προκειμένω η Μάλτα) ανέλαβε το συντονισμό των σχετικών ενεργειών (βλ. A.S. and others v. Malta, CCPR/C/128/D/3043/2017), όπως επίσης και στην περίπτωση, όπου το Κράτος (εν προκειμένω η Ιταλία), χωρίς να έχει την αρμοδιότητα συντονισμού των ενεργειών έρευνας και διάσωσης, άσκησε αποτελεσματικό έλεγχο, αναλαμβάνοντας ενέργειες έρευνας και διάσωσης, παραμένοντας σε επικοινωνία και επαφή με το σκάφος, το οποίο στη συνέχεια ναυάγησε (A.S. and others v. Italy, CCPR/C/130/DR/3042/2017).
Υποχρέωση προστασίας ανθρώπινης ζωής
Το άρθρο 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όσο και το άρθρο 6 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, καθιερώνουν μια θετική υποχρέωση προς τα συμβαλλόμενα κράτη προστασίας της ανθρώπινης ζωής. Όπως γίνεται δεκτό από την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, το κάθε συμβαλλόμενο Κράτος στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του έχει θετική υποχρέωση να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία της ζωής, όταν αυτή βρίσκεται σε κίνδυνο, στο πλαίσιο οποιασδήποτε δραστηριότητας, δημόσιας ή ιδιωτικής.[23] Το Δικαστήριο μάλιστα δέχθηκε ότι υφίσταται τέτοια θετική υποχρέωση προστασίας της ανθρώπινης ζωής και στο πλαίσιο επιχείρησης διάσωσης μεταναστών στη θάλασσα, υπό συνθήκες μάλιστα που παρουσιάζουν αρκετά κοινά σημεία με την υπό κρίση περίπτωση (υπόθεση Φαρμακονήσι).[24] Στο πλαίσιο αυτό ειδικότερα το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η ως άνω υποχρέωση δεν φθάνει στο σημείο της υποχρέωσης επίτευξης αποτελέσματος (διάσωσης), αλλά συνιστά υποχρέωση χρησιμοποίησης των καταλληλότερων μέσων προς διαφύλαξη της ανθρώπινης ζωής, αφού ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις.[25]
Ταυτόχρονα, σύμφωνα επίσης με την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, σε περίπτωση απώλειας ζωής υπό περιστάσεις που ενδεχόμενα ενέχουν ευθύνη κρατικών οργάνων, το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ επιβάλλει επίσης στο Κράτος να θεσπίσει κατάλληλη διαδικασία έτσι ώστε παραβιάσεις του δικαιώματος προστασίας της ζωής να καταδικάζονται και τιμωρούνται, όπως επίσης και να διασφαλίζεται επαρκής ικανοποίηση των θυμάτων.[26] Στο ίδιο πλαίσιο και προς το σκοπό αυτό αναγνωρίζεται παράλληλα και η διαδικαστική υποχρέωση διεξαγωγής αποτελεσματικής έρευνας σε περιπτώσεις βίαιου θανάτου.[27]
Ειδικότερα, σε περιπτώσεις που ο θάνατος προήλθε με εμπλοκή των κρατικών αρχών, διαδικασίες αστικής φύσεως, οι οποίες δεν αποσκοπούν στην ταυτοποίηση ή τιμωρία των φερόμενων δραστών, αλλά εκκινούνται από τους συγγενείς με σκοπό την επιδίκαση αποζημιώσεων, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι πληρούν τις διαδικαστικές υποχρεώσεις προστασίας της ζωής. Όπως έχει επανειλημμένως τονίσει το ΕΔΔΑ στη νομολογία του, «Βασικός σκοπός της έρευνας αυτής είναι να εξασφαλίσει την αποτελεσµατική εφαρµογή της εθνικής νοµοθεσίας που διασφαλίζει το δικαίωµα στη ζωή και, στις περιπτώσεις όπου εµπλέκονται κρατικά όργανα, να εξασφαλίσει τη λογοδοσία τους για θανάτους που προκαλούνται µε ευθύνη τους». Δεδομένου ότι πολύ συχνά «οι πραγµατικές περιστάσεις του θανάτου στις περιπτώσεις αυτές είναι εν πολλοίς γνωστές µόνο στα κρατικά όργανα ή τις κρατικές αρχές» η έγερση της κατάλληλης διαδικασίας σε εθνικό επίπεδο, όπως ποινική δίωξη, πειθαρχική δίωξη και άσκηση προσφυγών από τους παθόντες και τις οικογένειές τους, εξαρτάται από τη διεξαγωγή επαρκούς επίσηµης έρευνας, η οποία πρέπει να είναι ανεξάρτητη και αµερόληπτη. Αν η έρευνα χαρακτηρίζεται από ατέλειες που υπονοµεύουν τη δυνατότητά της να προσδιορίσει τις περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβε χώρα το συµβάν ή να επιτύχει την εξακρίβωση της ταυτότητας των υπαιτίων, τότε δεν θα ικανοποιεί το κριτήριο της αποτελεσµατικότητας[28].
Η σχετική δε έρευνα πρέπει να λαμβάνει χώρα με ιδία πρωτοβουλία των αρμόδιων αρχών εφόσον έχουν λάβει γνώση των συνθηκών ενός βίαιου περιστατικού απώλειας ανθρώπινης ζωής,[29] να είναι επαρκής, άμεση, ταχεία, εξονυχιστική, και να επιτρέπει το δημόσιο έλεγχο, όσο και να προβλέπει τη συμμετοχή των πλησιέστερων συγγενών των θυμάτων για την διαφύλαξη των συμφερόντων τους.
Η ίδια υποχρέωση ανεξάρτητης αποτελεσματικής έρευνας σε περιπτώσεις που δύνανται να ενέχουν ευθύνη κρατικών αρχών, έχει αναγνωρισθεί επίσης από το Αμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,[30] το οποίο σε περιπτώσεις βίαιων θανάτων μεταναστών στα σύνορα αξιολογεί την αποτελεσματικότητα της έρευνας βάσει του Πρωτόκολλου του ΟΗΕ για την αποτελεσματική πρόληψη και έρευνα εξωδικαστικών, αυθαίρετων και μαζικών εκτελέσεων (Πρωτόκολλο της Μινεσότας).[31]
Ζητήματα ως προς την εμπλοκή του Frontex
Σε περιπτώσεις περιστατικών σκαφών σε κίνδυνο σε ζώνες υπό την επιτήρηση των δυνάμεων του Frontex στα εξωτερικά σύνορα κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακύπτουν επίσης συναφή ζητήματα.
Ο Οργανισμός λειτουργεί στο πλαίσιο του Κανονισμού (EE) 2019/1896 της 13ης Νοεμβρίου 2019 για την Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή με κύρια καθήκοντα, σε σχέση με τις διαδικασίες έρευνας και διάσωσης: α) την παροχή βοήθειας προς τα κράτη μέλη σε περιπτώσεις που απαιτείται αυξημένη τεχνική και επιχειρησιακή συνδρομή στα εξωτερικά τους σύνορα μέσω συντονισμού και οργάνωσης κοινών επιχειρήσεων, και β) την παροχή τεχνικής και επιχειρησιακής συνδρομής σε κράτη μέλη και σε τρίτες χώρες, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 656/2014 και το διεθνές δίκαιο, προς υποστήριξη των επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης ανθρώπων που κινδυνεύουν στη θάλασσα που ενδεχομένως προκύπτουν στη διάρκεια επιχειρήσεων επιτήρησης των συνόρων στη θάλασσα.
Σύμφωνα έτσι με τον κανονισμό 656/2014, αλλά και σύμφωνα με τον κανονισμό 2019/1896, ο ρόλος του Frontex είναι βοηθητικός και συμπληρωματικός του ρόλου των υπηρεσιών των κρατών – μελών, τα οποία υπέχουν την κύρια ευθύνη και έχουν τον έλεγχο των δραστηριοτήτων ακόμη και των κοινών επιχειρήσεων επιτήρησης των συνόρων (τουλάχιστον έως τη μετεξέλιξη του Frontex σε υπηρεσίας με αυτόνομη επιχειρησιακή δυνατότητα και επάρκεια, και η οποία θα αναλαμβάνει η ίδια επιχειρήσεις επιτήρησης των συνόρων).[32]
Η επιφύλαξη του άρθρου 80 του κανονισμού 2019/1896 ως προς την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων καθιδρύει επίσης μια αυτοτελή ευθύνη των οργάνων του Οργανισμού, ταυτόχρονη και από κοινού με την ευθύνη του Κράτους – μέλους, στο οποίο ανήκουν τα μέσα, ή οι υπηρεσίες που τίθενται στη διάθεση του Frontex για την υποστήριξη άλλου Kράτους – μέλους. Στο πλαίσιο και το βαθμό που οι σχετικές δυνάμεις έχουν τον έλεγχο επί των δράσεών τους, υπέχουν και ευθύνη, ιδρύοντας αυτήν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία μπορεί να εναχθεί για παραλείψεις των οργάνων της, όπως του Frontex, όσο και στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου των Κρατών – μελών που διαθέτουν τα συγκεκριμένα μέσα.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η βοήθεια και υποστήριξη που τυχόν προσφέρουν στο πλαίσιο κοινών επιχειρήσεων τα όργανα του Frontex. Εφόσον έτσι, τα όργανα του Κράτους – μέλους που υπέχει την κύρια ευθύνη πράττουν ενάντια στο διεθνές δίκαιο των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η συνέχιση της βοήθειας και υποστήριξης των ενεργειών τους από όργανα του Frontex δύναται να καθιδρύσει αυτοτελή ευθύνη των τελευταίων και του ίδιου του Οργανισμού. Η παρακολούθηση δεν των σχετικών τυχόν παράνομων ενεργειών οργάνων του Κράτους – μέλους προς το οποίο παρέχεται η υποστήριξη, χωρίς αναφορά αυτών στα όργανα του Οργανισμού και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και χωρίς τη λήψη των αναγκαίων δράσεων εναντίον του υπεύθυνου Κράτους – μέλους, μπορεί επίσης να στοιχειοθετήσει ευθύνη του Οργανισμού.[33]
Κρίσιμα ερωτήματα στη συγκεκριμένη περίπτωση:
Τα κρίσιμα ερωτήματα που ανακύπτουν στην εν λόγω περίπτωση είναι:
Α) υπήρχε διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών αρχών σε σχέση με το περιστατικό,
Β) είχε επέλθει φάση κινδύνου σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας,
Γ) υπήρχε υποχρέωση διαφύλαξης της ανθρώπινης ζωής εκ μέρους των αρχών τόσο του Ελληνικού κράτους, ως υπεύθυνο για τη συγκεκριμένη ζώνη έρευνας και διάσωσης, όσο και του Frontex από τη διαχείριση του άνω περιστατικού,
Δ) υπάρχει υποχρέωση διενέργειας έρευνας για την εξακρίβωση των συνθηκών υπό τις οποίες επήλθε το άνω περιστατικό, όσο και της διακρίβωσης τυχόν ευθυνών εμπλεκόμενων εθνικών αρχών ή οργάνων διεθνών οργανισμών.
Προκαταρκτικά διευκρινίζεται ότι δεν αμφισβητείται ότι το συγκεκριμένο περιστατικό κατά τους επίμαχους χρόνους έλαβε χώρα σε διεθνή ύδατα εντός της περιοχής έρευνας και διάσωσης του Ελληνικού Συντονιστικού Κέντρου Έρευνας και Διάσωσης.
Α) Με βάση έτσι τα παραπάνω, η Ελλάδα είχε διεθνή δικαιοδοσία ως προς την εφαρμογή του σχετικού διεθνούς δικαίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου, καθώς ήταν υπεύθυνη συντονισμού ενεργειών έρευνας και διάσωσης στην εν λόγω ζώνη, με βάση το δίκαιο της θάλασσας, ανέλαβε δε ενέργειες παρακολούθησης του σχετικού περιστατικού ασκώντας έτσι αποτελεσματικό έλεγχο, σύμφωνα με τα ως άνω κριτήρια, υπέχοντας ευθύνη για τις ενέργειες ή παραλείψεις των οργάνων της.
Β) Σύμφωνα με δηλώσεις του Ελληνικού Λιμενικού Σώματος, αρμόδιο για την λειτουργία του Εθνικού Συντονιστικού Κέντρου Έρευνας και Διάσωσης (ΕΣΚΕΔ), και τις εν γένει μέχρι τώρα γνωστές πληροφορίες, η επιχείρηση διάσωσης δεν ξεκίνησε άμεσα, δεδομένου ότι το εν λόγω σκάφος ήταν υπερφορτωμένο μεν, αλλά συνέχιζε την πορεία του και αρνείτο βοήθεια, ενώ, ανεξάρτητα από την κρίση περί συνδρομής κατάστασης αβεβαιότητας, συναγερμού ή ανάγκης, οποιαδήποτε παρέμβαση θα το έθετε σε κίνδυνο. Όπως προειπώθηκε, η ύπαρξη αιτήματος για βοήθεια, συνιστά ένα μόνο παράγοντα για την κρίση περί συνδρομής κατάστασης ανάγκης, ενώ επίσης, η ανυπαρξία τέτοιου αιτήματος δεν απαλλάσσει το αρμόδιο Συντονιστικό Κέντρο από την υποχρέωση παρέμβασής του.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η πάγια θέση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες[34] ότι σκάφη σαν αυτό στην Πύλο, που μεταφέρουν πρόσφυγες υπό επικίνδυνες συνθήκες, υπερφορτωμένα, και χωρίς να πληρούνται οι βασικές προδιαγραφές ασφαλείας, δεν είναι αξιόπλοα, βρίσκονται σε φάση κινδύνου και τα Κράτη θα πρέπει να ξεκινούν άμεσα την επιχείρηση διάσωσης. Πολύ δε περισσότερο, όταν στο συγκεκριμένο περιστατικό, αναφέρεται από μη κυβερνητικές οργανώσεις (WatchTheMed – Alarm Phone), όσο και ιδιώτες (αναφέρεται ακτιβίστρια από Ιταλία), ότι ήρθαν σε επικοινωνία με το σκάφος όσο και με Συντονιστικά Κέντρα Έρευνας και Διάσωσης και μετέφεραν εκκλήσεις για βοήθεια, όσο επίσης και πληροφορίες περί του ότι το συγκεκριμένο σκάφος από κάποιο σημείο και μετά παρέμεινε ακυβέρνητο, ενώ κλυδωνιζόταν λόγω της υπερφόρτωσης.
Μάλιστα δε αναφέρεται ότι οι επιβαίνοντες είχαν ανάγκη παροχής τροφίμων και νερού, τα οποία, στην προκείμενη περίπτωση, οι ελληνικές αρχές φέρεται να παρείχαν κατόπιν κλήσης προς βοήθεια παραπλεόντων σκαφών, τα οποία και προσέτρεξαν προς αυτό.
Σύμφωνα έτσι με όλα τα κριτήρια που αναλύθηκαν ανωτέρω, η φάση κινδύνου είχε ήδη ενεργοποιηθεί από την ανάληψη ευθύνης διαχείρισης του εν λόγω περιστατικού από το ΕΣΚΕΔ, είτε μετά την ενημέρωση από εναέριο σκάφος επιτήρησης του Frontex, είτε μετά από κατόπτευση με ελικόπτερο του Λιμενικού σώματος του άνω σκάφους, είτε μετά την εμπλοκή προς παροχή βοήθειας των δύο εμπορικών σκαφών, και πάντως σε κάθε περίπτωση από τη μετάβαση επί τόπου περιπολικού σκάφους του Λιμενικού σώματος.
Γ) Ωστόσο σε κανένα σημείο της όλης διαδικασίας το αρμόδιο ΕΣΚΕΔ δεν ξεκίνησε την επιχείρηση διάσωσης, είτε με ίδια μέσα, είτε καλώντας σε βοήθεια παραπλέοντα σκάφη, είτε τυχόν διαθέσιμες μονάδες του Frontex. Εκείνο που προκύπτει επίσης από τις έως τώρα γνωστές πληροφορίες είναι ότι το συγκεκριμένο σκάφος παρακολουθείτο από σκάφος του Ελληνικού Λιμενικού Σώματος από τις 22.40 της 13/6/2023, το οποίο μάλιστα σε κάποιο χρονικό σημείο (είτε αρκετά πριν την βύθισή του και περί ώρα 11.00, κατά πηγές του Λιμενικού Σώματος, είτε αμέσως πριν την ανατροπή και βύθισή του, κατά δηλώσεις κάποιων εκ των επιζώντων), επιχείρησε να προσδεθεί. Κατά δε τις δηλώσεις κάποιων εκ των επιζώντων το σκάφος του Λιμενικού Σώματος επιχείρησε να ρυμουλκήσει το μοιραίο σκάφος, με αποτέλεσμα την ανατροπή και βύθισή του.
Οι δε Ελληνικές αρχές μόνο μετά την ανατροπή και βύθιση του συγκεκριμένου σκάφους ξεκίνησαν επιχείρηση έρευνας και διάσωσης, και μετέφεραν πλέον τους διασωθέντες σε ασφαλές σημείο.
Σύμφωνα δε επίσης με ανακοινώσεις του Frontex, για το συγκεκριμένο σκάφος υπήρξε ενημέρωση του ΕΣΚΕΔ τις πρωινές ώρες της 13/6/2023 από εναέριο σκάφος επιτήρησης, το οποίο συνέχισε την επιτήρηση για αρκετή ώρα, έως ότου έμεινε από καύσιμα, ενώ άλλο διαθέσιμο μη επανδρωμένο σκάφος εναέριας επιτήρησης στάλθηκε κατόπιν εντολής του αρμόδιου ΕΣΚΕΔ προς διαχείριση ετέρου περιστατικού έρευνας και διάσωσης Νότια της Κρήτης και επέστρεψε στο σημείο του μοιραίου περιστατικού, μόνο μετά την ανατροπή και βύθιση του σκάφους. Τα δε όργανα του Frontex, όπως προκύπτει από τις σχετικές ανακοινώσεις δεν προέβησαν σε καμία περαιτέρω ενέργεια παρακολούθησης του εν λόγω περιστατικού, παρά το ότι είχε ενεργοποιηθεί η φάση κινδύνου.
Σύμφωνα με τα παραπάνω την ευθύνη λήψης μέτρων για την αποτροπή του συγκεκριμένου ναυαγίου είχαν καταρχήν οι Ελληνικές αρχές, ως παράκτιο κράτος, άλλως ως το κράτος που είναι υπεύθυνο συντονισμού στη συγκεκριμένη περιοχή έρευνας και διάσωσης. Περαιτέρω, συνέτρεχε παράλληλα ευθύνη διαχείρισης του συγκεκριμένου περιστατικού και από τη στιγμή που σκάφος του Ελληνικού Λιμενικού Σώματος συνόδευε και επιτηρούσε το μοιραίο σκάφος, πολύ δε περισσότερο αν αυτό ήρθε σε επαφή μέσω πρόσδεσης ή ρυμούλκησης με το μοιραίο σκάφος, καθώς ασκούσε πραγματικό έλεγχο επί του περιστατικού.
Με βάση τα παραπάνω υπήρχε υποχρέωση των Ελληνικών αρχών ως προς λήψη κατάλληλων μέτρων για τη διαφύλαξη της ανθρώπινης ζωής. Τα ως άνω μέτρα σε κάθε περίπτωση μπορούσαν να περιλαμβάνουν κλήση προς βοήθεια έτερων σκαφών είτε αποστολή επιπλέον διασωστικών μέσων, εφόσον υπήρχαν διαθέσιμα.[35] Πέραν δε των παραλείψεων προς ενέργεια των αρμόδιων Ελληνικών αρχών, σε περίπτωση επιβεβαίωσης των πληροφοριών περί ρυμούλκησης του σκάφους θα πρέπει να εξεταστούν και επιπλέον τυχόν ευθύνες από την ενέργεια αυτή.
Ως προς τυχόν ενέργειες ή παραλείψεις των οργάνων του Frontex θα πρέπει να ελεγχθεί αν τα αρμόδια όργανα επιτήρησης του συγκεκριμένου περιστατικού είχαν γνώση του βαθμού κινδύνου του συγκεκριμένου σκάφους από την εναέρια επιτήρησή του, όσο επίσης και αν ανέφεραν σχετικές διαπιστώσεις τους προς τα αρμόδια όργανα του Οργανισμού. Θα πρέπει δε επίσης να ελεγχθεί κατά πόσον η μη συνέχιση παρακολούθησης του εν λόγω περιστατικού εκ μέρους των οργάνων του Frontex μετά την ενημέρωση του ΕΣΚΕΔ στοιχειοθετεί ευθύνη του Οργανισμού στο πλαίσιο τυχόν παράνομων πράξεων των εθνικών οργάνων που είχαν την κύρια ευθύνη διαχείρισης του εν λόγω περιστατικού.
Δ) Για τη διερεύνηση των συνθηκών επέλευσης του ναυαγίου ορίστηκε Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ως αρμόδιος να εποπτεύσει τις σχετικές έρευνες. Δεν γνωρίζουμε δε αν έχει κινηθεί οποιαδήποτε διαδικασία ελέγχου των ενεργειών ή παραλείψεων των οργάνων του Λιμενικού Σώματος από οποιαδήποτε διαδικασία εσωτερικού ελέγχου αυτών. Προς το παρόν όμως, έως τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, η μόνη έρευνα που έχει γίνει γνωστή αφορά την διερεύνηση των ευθυνών των διακινητών – μεταφορέων, οι οποίοι διώκονται για παράνομη είσοδο στη χώρα και παράνομη διακίνηση αλλοδαπών, κατά παράβαση του Ν. 3386/2005 και του Ν. 4251/2014 όπως ισχύουν, καθώς επίσης και των άρθρων 187 (εγκληματική οργάνωση), 277 (πρόκληση ναυαγίου), 302 (ανθρωποκτονία από αμέλεια) και 306 (έκθεση ζωής σε κίνδυνο) του Ποινικού Κώδικα.
Πέρα δε από μαρτυρίες επιζώντων που καλούνται από την ανακρίτρια που έχει επιληφθεί της σχετικής ανάκρισης όσον αφορά τις πράξεις των φερόμενων ως διακινητών, κανένας άλλος από τους επιζώντες ή τους πλησιέστερους συγγενείς των θυμάτων δεν έχει κληθεί να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε διαδικασία περαιτέρω έρευνας ως προς τυχόν ευθύνες κρατικών αρχών, θέτοντας ερωτήματα ως προς τη συμμόρφωση με τις ως άνω προβλέψεις του διεθνούς δικαίου, που βέβαια εμπλέκουν και προβλέψεις του εθνικού δικαίου, που εκφεύγουν των ορίων του παρόντος σημειώματος.
20/6/2023
Βασίλης Παπαδόπουλος Δανάη Αγγελή
Δικηγόρος, Πρόεδρος ΔΣ ΕΣΠ Δικηγόρος, Δρ Νομικής EUI
[1] Κυρωθείσα από την Ελλάδα με το ν. 2321/1995
[2] Το δίκαιο δηλαδή της χώρας όπου το πλοίο είναι καταχωρισμένο στα ναυτικά της μητρώα.
[3] Αρθρο 110 παρ. 1 περ. δ’ UNCLOS
[4] Με την εξαίρεση συγκεκριμένων παράνομων πράξεων όπως της πειρατείας, δουλεμπορίου, εμπορίου ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών και παράνομων εκπομπών όπου δικαιούται να επιβάλλει έλεγχο, ακόμη και να διώξει σχετικές πράξεις, όσο και με την εξαίρεση του δικαιώματος συνεχούς καταδίωξης για τη δίωξη πράξεων που τελέστηκαν στις ζώνες δικαιοδοσίας ενός κράτους, σύμφωνα με τα άρθρα 99 επ. UNCLOS.
[6] Κυρωθείσα με ν. 1045/1980
[7] Κυρωθείσα με ν. 1844/1989
[8] Αρθρο 98 παρ. 1 UNCLOS
[9] Παράρτημα 1.3.11 SAR
[10] Παράρτημα 5.1.3, 5.2 SAR
[11] Αρθρο 98 παρ. 2 UNCLOS, Παράρτημα 2.1.1 SAR
[12] Παράρτημα 2.1.10 SAR
[13] Satya N Nandan and Shabtai Rosenne, United Nations Convention on the Law of the Sea 1982: A Commentary, Vol III (Martinus Nijhoff, 1995) 177.
[14] Παράρτημα 2.1 SAR
[15] Παράρτημα 1.3.3 SAR (τροποποίηση 1998)
[16] Παράρτημα 3.1.9 SAR (τροποποίηση 2004)
[17] Κατευθυντήριες ΙΜΟ, παρ. 6.12, 6.14
[18] ΕΔΔΑ (μειζ. σύνθεση) Bankovic κλπ. κατά Βελγίου κλπ. νο. 52207/99 της 12/12/2001 κλπ. παρα. 61.
[19] ΕΔΔΑ (μειζ συνθ) Medvedyev κατά Γαλλίας, νο 3394/03, της 29/03/2010, παρα.13-15, 66-67, J.H.A. v. Spain, Judgments U.N. Committee Against Torture, No. 323/2007, U.N. Doc. CAT/C/41/D/323/2007 (2008).
[20] ΕΔΔΑ Ocalan κατά Τουρκίας νο. 46221/99 της 12/05/2005, Issa κλπ. κατά Τουρκίας, νo. 3821/96, της 16 Νοεμ 2004, παρα. 71
[21] ΕΔΔΑ (μειζ συνθ.) Al Skeini νο. 55721/07
[22] ΕΔΔΑ Hirsi and Jamaa κατά Ιταλίας, νο. 27765/09, της 23/02/2012, παρα. 10-11, 81.
[23] ΕΔΔΑ Centre for Legal Resources on behalf of Valentin Câmpeanu v. Romania μειζ. συνθ, παρα. 130
[24] ΕΔΔΑ Safi and Others v. Greece, no 5418/15, 7 Ιουλ 2022
[25] ΕΔΔΑ Safi and Others v. Greece, παρα. 154 επ., ιδ. παρα. 157.
[26] ΕΔΔΑ Öneryıldız c. Turquie (μειζ. συνθ.), νο. 48939/99, 30 Νοεμ 2004, παρα. 91
[27] ΕΔΔΑ Nachova και άλλοι κατά Βουλγαρίας, Ολομ, 43577/87, 6 Ιουλ 2005, παρα. 110
[28] ΕΔΔΑ Μακαρατζής κατά Ελλάδος, παρα. 74-75
[29] ΕΔΔΑ Al-Skeini and Others v. the United Kingdom (μειζ. συνθ.), 2011, παρα. 165.
[30] Υπόθεση González et al. (“Cotton Field”) κατά Μεξικού, Merits, Reparation and Costs, 16 Νοεμ 2009.[31] OHCHR The Minnesota Protocol on the investigation of potentially unlwauful death (2016)
[33] Πρβλ. International Law Commission Draft articles on the responsibility of international organizations 2011, άρθρα 6-7,14-15
[34] UNHCR Rescue at sea, stowaways and maritime interception, Selected Reference Materials
[35] Βλ. την απολύτως συναφή ως προς τα περιστατικά και τις ομοιότητες σε σχέση με το προκείμενο περιστατικό υπόθεση Φαρμακονήσι και τις σκέψεις του Δικαστηρίου ως προς τις παραλείψεις των αρχών, βλ. ΕΔΔΑ Safi and Others v. Greece, 2022 παρα. 159-166.