Κλιματική κρίση και αναγκαστικός εκτοπισμός: μια αλληλένδετη σχέση

Tου Κώστα Βλαχόπουλου*

Η περιβαλλοντική υποβάθμιση και οι καταστροφές που προκαλούνται από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής συνιστούν κρίσιμους παράγοντες μαζικών εκτοπίσεων ανθρώπων, με την κλίμακα του φαινομένου να είναι τόσο εκτεταμένη ώστε, σύμφωνα με μελέτες, οι αποκαλούμενοι «κλιματικοί πρόσφυγες» να αποτελούν πλέον την πολυπληθέστερη κατηγορία εκτοπισμένων πληθυσμών σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) ήδη από το 1990 προειδοποιούσε ότι ο σοβαρότερος αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής ενδέχεται να είναι η αναγκαστική ανθρώπινη μετανάστευση, με εκατομμύρια ανθρώπους να εκτοπίζονται λόγω διάβρωσης ακτογραμμών και παράκτιων πλημμυρών. Εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας κάνουν λόγο για έως και 200 εκατομμύρια άτομα που θα εξαναγκαστούν να μετακινηθούν εξαιτίας των δυσμενών συνεπειών της κλιματικής κρίσης. Αντίστοιχα, η Διεθνής Ομοσπονδία του Ερυθρού Σταυρού και της Ερυθράς Ημισελήνου (IFRC) προβλέπει ότι ο αριθμός των ανθρώπων που θα επηρεαστούν θα διπλασιαστεί έως το 2050.

Παρά τις επιφυλάξεις που έχουν εκφραστεί σχετικά με την ακρίβεια των εκτιμήσεων για το μέγεθος της μετακίνησης ανθρώπων λόγω κλίματος, κανείς δεν αμφισβητεί την πραγματική ύπαρξη του φαινομένου και τη διαρκώς αυξανόμενη τάση του. Η διεθνής κοινότητα καλείται να αντιμετωπίσει σοβαρές προκλήσεις, καθώς η ανάγκη για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση που θα εγγυάται την προστασία και τα δικαιώματα των ατόμων που εξαναγκάζονται σε μετακίνηση καθίσταται πλέον πιο επιτακτική από ποτέ. Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: Το 2024 καταγράφηκαν οι υψηλότερες θερμοκρασίες στην ιστορία. Διαδοχικοί καύσωνες έπληξαν περιοχές από τις ΗΠΑ μέχρι την Κίνα, ενώ η συνολική ένταση της κλιματικής κρίσης προκαλεί ακραία καιρικά φαινόμενα άνευ προηγουμένου. Αυτές οι συνθήκες οδηγούν σε καταστροφικές πλημμύρες, κατάρρευση της γεωργικής παραγωγής και σοβαρές οικονομικές απώλειες — με τις φτωχότερες περιοχές του παγκόσμιου Νότου να πλήττονται δυσανάλογα.

Το ερώτημα αποκτά ιδιαίτερη σημασία: Πώς μπορούν τα κράτη και η διεθνής κοινότητα να προστατεύσουν ουσιαστικά τους ανθρώπους που αναγκάζονται να εκτοπιστούν λόγω των καταστροφικών συνεπειών της κλιματικής αλλαγής;

Αν και η συζήτηση γύρω από την κλιματική αλλαγή έχει προχωρήσει σημαντικά τα τελευταία χρόνια, κινητοποιώντας τους θεσμικούς φορείς και υπερεθνικούς οργανισμούς να αναλάβουν σοβαρές πρωτοβουλίες περιορισμού των συνεπειών της, η ίδια δυναμική δεν παρατηρείται όσον αφορά τις διασυνοριακές μετακινήσεις που προκαλούνται από την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Παρά την αυξανόμενη αναγνώριση του προβλήματος, παραμένει εμφανής η διστακτικότητα διεθνών οργανισμών και κρατών να προχωρήσουν στη διαμόρφωση ενός πιο ευρύχωρου κανονιστικού πλαισίου που θα αναγνωρίζει και θα προστατεύει τα άτομα που εκτοπίζονται λόγω κλιματικών καταστροφών.

Ένα βασικό εμπόδιο στην κατανόηση του φαινομένου είναι η δυσκολία να αποδοθεί η μετακίνηση αποκλειστικά στην κλιματική αλλαγή, καθώς αυτή συχνά συνυπάρχει και αλληλεπιδρά με οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες. Μέσα σε αυτό το σύνθετο πλαίσιο, η κλιματική αλλαγή λειτουργεί ως «πολλαπλασιαστής κινδύνων», ενισχύοντας και επιδεινώνοντας τις ήδη υπάρχουσες αιτίες εκτοπισμού. 

Υπάρχουν ωστόσο δυνατότητες κάλυψης των νομικών κενών. Πρωτοβουλίες έχουν ήδη αναληφθεί σε περιφερειακό επίπεδο, κυρίως στη Λατινική Αμερική, όπου η Διακήρυξη της Καρταχένα έχει προσαρμοστεί για να περιλάβει περιβαλλοντικές αιτίες εκτοπισμού. Σε διεθνές επίπεδο, αναδεικνύεται σταδιακά η ανάγκη για άμεση δράση. Ο ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή έχει πρόσφατα προτείνει την αναθεώρηση της Σύμβασης της Γενεύης για το Καθεστώς των Προσφύγων, με την προσθήκη ενός ειδικού πρωτοκόλλου που θα αναγνωρίζει και θα προστατεύει όσους αναγκάζονται να μετακινηθούν λόγω περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι μέχρι τώρα προσπάθειες για την αντιμετώπιση του ζητήματος παραμένουν αποσπασματικές και ανεπαρκείς. Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και το Νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν την μετανάστευση και την κλιματική αλλαγή ως δύο ξεχωριστά πεδία πολιτικής, παραβλέποντας την ουσιαστική σύνδεση που τα ενώνει. Παρ’ όλα αυτά, η Ε.Ε. διαθέτει τα αναγκαία εργαλεία για να αναπτύξει ένα πιο ολοκληρωμένο πλαίσιο πολιτικής. Ο μηχανισμός προσωρινής προστασίας, που ενεργοποιήθηκε επιτυχώς μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για τη δημιουργία μηχανισμών προστασίας. Η πρόταση για αξιοποίηση αυτού του μηχανισμού, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη μακροπρόθεσμων στρατηγικών προστασίας, αποτέλεσε μία από τις βασικές εισηγήσεις του report «CLIMATE REFUGEES: Addressing climate-induced massive migration before it happens», που δημοσιεύτηκε από το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ) και το WWF Ελλάς στο πλαίσιο της Α’ φάσης του έργου για την κλιματική κρίση και τον αναγκαστικό εκτοπισμό.

Τα αόρατα θύματα της κλιματικής κρίσης

Η επίδραση της κλιματικής αλλαγής στις ανθρώπινες μετακινήσεις συχνά αποτυπώνεται μέσα από προβλέψεις και εκτιμήσεις για το μέγεθος της διασυνοριακής μετανάστευσης. Ωστόσο, το επίκεντρο της συζήτησης οφείλει να μετατοπιστεί στα ανθρώπινα δικαιώματα και στους τρόπους προστασίας τους, καθώς τα φαινόμενα επιδεινώνονται. Αν η παγκόσμια θερμοκρασία υπερβεί το όριο των 2°C, η ανθρωπότητα ενδέχεται να εισέλθει σε μια παρατεταμένη κατάσταση έκτακτης ανάγκης, πέρα από τα όρια προσαρμογής.

Δεδομένου ότι το ζήτημα αφορά ανθρώπους σε κίνδυνο —τα αόρατα θύματα της κλιματικής κρίσης— είναι κρίσιμο ο δημόσιος διάλογος για την κλιματική μετανάστευση να υπηρετεί αποκλειστικά τον σκοπό της προστασίας κάθε εκτοπισμένου ατόμου. Η κλιματική αλλαγή αποτελεί κατά βάση κρίση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και, ως τέτοια, απαιτεί οι πολιτικές προσαρμογής και αποκατάστασης να θεμελιώνονται σε μια στέρεη προσέγγιση βασισμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Η Ανατολική Μεσόγειος ήδη βιώνει συχνότερα ακραία καιρικά φαινόμενα και καταστροφές, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί κρίσιμη πύλη μετανάστευσης προς την Ευρώπη για ανθρώπους που προέρχονται κυρίως από την Αφρική και την Ασία. Η ενίσχυση της φωνής όσων κατάφεραν να φτάσουν στην Ευρώπη είναι ζωτικής σημασίας, προκειμένου να κατανοηθεί καλύτερα το φαινόμενο της διασύνδεσης της κλιματικής κρίσης και της μετανάστευσης και να διαμορφωθούν προληπτικοί μηχανισμοί, οι οποίοι θα διασφαλίζουν ασφαλείς και οργανωμένες διαδρομές μετακίνησης για τους ανθρώπους που εκτοπίζονται.

Στο πλαίσιο της δεύτερης φάσης του ερευνητικού έργου που υλοποιεί από κοινού το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ) και το WWF Ελλάς, τα πρώτα ευρήματα αναδεικνύουν πτυχές του φαινομένου, συχνά υποφωτισμένες. Μέσα από συνεντεύξεις με μετανάστες και πρόσφυγες από διάφορες χώρες που πραγματοποιήθηκαν σε προσφυγικές δομές, κέντρα κράτησης αλλά και σε αγροτικές περιοχές διαπιστώνεται ότι, παρότι πολλοί αυτοπροσδιορίζονται ως «οικονομικοί μετανάστες» ή ως άτομα που εκτοπίστηκαν αναγκαστικά λόγω πολέμου, βίας ή συγκρούσεων, η εις βάθος συζήτηση συχνά αποκαλύπτει ως καθοριστικό σημείο αναχώρησης ένα κλιματικό γεγονός — κυρίως επαναλαμβανόμενες, καταστροφικές πλημμύρες. Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν την ανάγκη για πιο σύνθετα εργαλεία κατανόησης και αναγνώρισης της κλιματικής μετανάστευσης. 

Είναι σαφές, λοιπόν, πως ο αναγκαστικός εκτοπισμός λόγω της κλιματικής κρίσης δεν αποτελεί φαινόμενο του μέλλοντος, αλλά μια υπαρκτή πραγματικότητα που απαιτεί άμεσες και ρεαλιστικές λύσεις. Η ανάδειξη των αιτιών, η φωνή των ίδιων των εκτοπισμένων και η ενσωμάτωση της διάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις πολιτικές πρωτοβουλίες που πρέπει να αναληφθούν είναι θεμέλιοι λίθοι για μια δίκαιη και αποτελεσματική προσέγγιση.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Βlog των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης

en_GB
Μετάβαση στο περιεχόμενο